Τέλη δεκαετίας του ’90. Αρκετοί «φιλόμουσοι» εξ Αθηνών αποφασίζουν να κάνουν ταξίδια-αστραπή ώς τη Θεσσαλονίκη, για ολονυκτίες σε νυχτερινό κέντρο, για να τσεκάρουν τον μύθο ότι κοντά στις 3 το πρωί ένας λαϊκός τραγουδιστής, ονόματι Πασχάλης Τερζής, ερμηνεύει εντυπωσιακά το τραγούδι «Ενας ευαίσθητος ληστής» των Μάνου Χατζιδάκι και Νίκου Γκάτσου (από τη «Μυθολογία», 12 λαϊκές μπαλάντες, έργο 23, για φωνή και σύνολο οργάνων, που είχε πρωτοηχογραφηθεί το 1965 με τον Γιώργο Ρωμανό).

Στο ταξίδι της επιστροφής, μαζί με εικόνες από μεθύσια και αμέτρητα γαρίφαλα στην πίστα, έφερναν και την επιβεβαίωση του μύθου, διανθισμένη με προσωπικές υπερθετικές εκτιμήσεις. Κάπως έτσι, στο ταξίδι προς τις μεγάλες πίστες της Αθήνας (ένεκα ο μύθος) έφερε τον «Ληστή», μαζί του, και ο Πασχάλης Τερζής. Τον τραγουδούσε άλλωστε στα μαγαζιά, ο άλλοτε μαραγκός και γυψαδόρος αοιδός, από το 1972 –όταν τον είχε πρωτακούσει, συγκινητικά, σε κέντρο της Ρόδου από τον Τάκη Βούη –«επειδή το τραγούδι δεν ακουγόταν πουθενά» και ήθελε να το υπερασπίσει.

Να που η ζωή κάνει κύκλους. Και το σπαρακτικό «Αν με πηγαίναν’ αύριο στην κρεμάλα / μανούλα μου, μανούλα, δόλια μάνα…» του Νίκου Γκάτσου (που, κατά τον Πασχάλη Τερζή, γράφτηκε με βάση την ιστορία ενός φονιά της Θεσσαλονίκης, ο οποίος ήταν «γόνος πλούσιας οικογένειας και όχι πολύ καλά στα μυαλά του») έφτασε, εκατοντάδες εκτελέσεις (ή ερμηνείες) μετά, στα χείλη της τραγουδίστριας Πάολας και έγινε διελκυστίνδα και μήλον της Εριδος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Μιλάμε για την Πάολα Φωκά –κατά κόσμον Καραμήτσιου -, αστέρι του λαϊκού (ή μήπως ελαφρολαϊκού;) συρφετού των χαλεπών ημερών μας, συνοδοιπόρο πίστας με τον –κουρασμένο, μάλλον, και όχι τόσο λαμπερό πλέον –Σάκη Ρουβά στο Κέντρο Αθηνών και τιμώμενη στο χριστουγεννιάτικο –κάποιες φορές ανερμάτιστο –τηλεοπτικό «Στην υγειά μας» του Σπύρου Παπαδόπουλου (ξέρετε, από εκείνα που λέγεται ότι στήνουν και χορηγούν οι μαγαζάτορες, όπως το αντίστοιχο με τον επιστήθιο φίλο της Πάολας, Παντελή Παντελίδη).

«Πώς τόλμησε και έπιασε τον Χατζηδάκι ή Χατζηδάκη στο στόμα της» διερρήγνυε τα ιμάτιά της η μία διαδικτυακή «φράξια» των υπερασπιστών του αξέχαστου συνθέτη, πολλά –πάρα πολλά –μέλη της οποίας δεν ξέρουν ούτε πως ο Μάνος Χατζιδάκις, του οποίου βγήκαν όψιμοι «υπερασπιστές», ήθελε το όνομά του γραμμένο μόνον με γιώτα. «Αν, δηλαδή, το έλεγε η Μελίνα Ασλανίδου, δεν θα υπήρχε πρόβλημα και θα ήταν καλύτερα;» διατύπωνε επιχείρημα η άλλη «φράξια» των υπερασπιστών της Πάολας. Ή: «Εχουν δεινοπαθήσει λιγότερο τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, για παράδειγμα, από άλλους αοιδούς;».

Δεν θα μπούμε στην παρούσα προσωπογραφία σε αυτή την –άχρηστη, εν τέλει –διένεξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που έτσι κι αλλιώς παρεκκλίνουν συχνά και ανεξέλεγκτα. Θα προτιμήσουμε να γυρίσουμε το ρολόι 33 χρόνια πίσω, όταν γεννιόταν στη Συκιά Χαλκιδικής η Πάολα, κόρη της τραγουδίστριας Ιρίνας Καραμήτσιου και του επίσης τραγουδιστή και ιδιοκτήτη τοπικού νυχτερινού –οικογενειακού –κέντρου Αλέξανδρου Καραμήτσιου. Για τον οποίο η Πάολα, όπως έλεγε μετά την πρόσφατη αποδημία του (που της στοίχισε πολύ, όπως και εκείνη του φίλου της Παντελή Παντελίδη που ακολούθησε πολύ σύντομα), είχε ακούσει ακόμη και πως «έμοιαζε στον Αντόνιο Μπαντέρας». Στο οικογενειακό κέντρο πρωτόπιασε μικρόφωνο στα τέσσερά της και μαθήτευσε δίπλα στους σταρ της τοπικής πίστας γονιούς της, όσο να κατακτήσει, με το σπαθί και το μικρόφωνό της, μετά την εφηβεία τη φήμη που της αναλογούσε.

Ακόμη και η «βασίλισσα της λαϊκής τσαλκάντζας» Γιώτα Λύδια έφτασε να την ξεχωρίσει, πρόσφατα, από τον συρφετό, λέγοντας στον συνάδελφο Δημήτρη Ν. Μανιάτη ότι «αυτό το κορίτσι τα λέει». Και ο Σταμάτης Κραουνάκης, όταν κάναμε τα γυρίσματα με τον αοιδό Αντύπα για την τηλεοπτική εκπομπή «Μην πυροβολείτε τον πιανίστα» της ΕΡΤ, είχε πει «αυτή θα γράψει ιστορία στη νύχτα».

Και την έγραψε. Το δικό της, έστω, μερίδιο. Από τότε που ο έρωτας και ο γάμος την έφεραν (ήδη με ένα παιδί, την Παολίτα, που κυοφόρησε στα 16 της και σήμερα είναι «όλος ο κόσμος» για εκείνη) στο La Mamounia της Θεσσαλονίκης, του πρώην –πλέον –συζύγου της και μόνιμου μάνατζέρ της Φώτη Ζογγλοπίτη, όπου με τη φωνή και την παρουσία της κατάφερε να επιβληθεί ως πρώτο όνομα. Εκεί τοποθετείται και μία από τις μεγάλες παρεξηγήσεις που ακολουθούν την καριέρα της –πέρα από τα ανέκδοτα περί γαβγισμάτων και τετραπόδων που κάποιοι κυκλοφόρησαν σωρηδόν μαζί με το όνομά της, το 2013, μέχρι που σταμάτησαν απότομα. Μιλάμε για την παραδρομή να θεωρείται Ρομά.

Ολα ξεκίνησαν όταν στις πολλές παρέες Τσιγγάνων που διασκέδαζαν κάτω από την πίστα, κάθε βράδυ, φώναζε από το μικρόφωνο «ξαδελφάκια είμαστε, ξαδελφάκια». Βγήκε κάποια στιγμή και η ίδια να δηλώσει «είμαι Τσιγγάνα». Και το έδεσαν όλοι ψιλό μαντίλι. Οπως φαίνεται, δεν ισχύει. Η ίδια έλεγε ότι «ως επαναστάτρια που είμαι» ήθελε να στηρίξει «αυτούς τους ανθρώπους από το βάρος που κουβαλάνε και την περιφρόνηση του κόσμου». Αυτό το «επαναστάτρια» της βγήκε και από αριστερά, καθώς δεν διέψευσε ποτέ ότι ψήφισε ΚΚΕ.

Η συνεργασία της στο Teatro με τον Παντελή Παντελίδη, πριν από τον θάνατό του, απογείωσε την καριέρα της, όπως και τα τραγούδια εκείνου. Εξού και κάποιοι έσπευσαν να μαντέψουν ότι «περνάει κατάθλιψη», όταν άφησε το μικρόφωνο για έναν χρόνο, θρηνώντας τον διπλό χαμό «δικών της ανθρώπων». Τα υπόλοιπα έχουν να κάνουν με την ανάμειξη του Κωνσταντίνου Ρήγου στην… ξεγυμνωμένη «εικόνα» της, με τις ιαχές «σπάστε τα όλα» στις πίστες, με τα βιμπράτα και τις υπερβολές της, με την επιτυχία της και τον φθόνο.