Είναι ένα είδος πολιτικού «κουλέρ λοκάλ»: τα κόμματα ζητάνε πολλά από τους άλλους όταν κυβερνούν, αλλά δεν προσφέρουν τίποτε όταν αντιπολιτεύονται. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι το τελευταίο δείγμα του χρυσού κανόνα. Ως αντιπολίτευση, και με την αίσθηση της αντιμνημονιακής υπεροχής, δεν υπήρχε πέτρα που να μην είχαν σηκώσει από κάτω για να την πετάξουν στην κυβέρνηση. Και ως κυβέρνηση –τουλάχιστον στη μετά την αυταπάτη εκδοχή τους –διεκδικούν από τα υπόλοιπα κόμματα εκείνο που είχαν αρνηθεί τόσο σθεναρά να δώσουν: ένα κόκαλο συναίνεσης.

Το καλοκαίρι που δεν θέλει να θυμάται κανείς και κατέληξε στο Μνημόνιο 3.0, τους προσφέρθηκε κάτι παραπάνω από ένα κόκαλο –κυρίως επειδή οι πολιτικές δυνάμεις του ευρωπαϊκού τόξου φοβήθηκαν το grexit και λιγότερο επειδή ο τότε πρόεδρος της ΝΔ είχε εξελιχθεί σε θεωρητικό της συναινετικής κουλτούρας. Από την εκλογή Μητσοτάκη και μετά, όμως, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κυβερνούν όπως είχαν κυβερνήσει όλοι οι προηγούμενοι: μόνοι τους. Και τώρα είναι πολύ πιθανό να επιχειρήσουν έναν νέο εξαγνιστικό εκβιασμό ζητώντας από τα κόμματα της αντιπολίτευσης την ψήφο τους για κάτι που μοιάζει με Μνημόνιο 4.0.

Από το ταπεινό ύφος της ομιλίας του Πρωθυπουργού στη Βουλή, αλλά και του υπερεθνικιστή συγκυβερνήτη του, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το αίτημα έχει εμμέσως διατυπωθεί. Θα γίνει αποδεκτό; Οπως θα έλεγε και ο Μπομπ Ντίλαν, οι πιθανότητες να συναινέσουν σε αυτή τη φάση τα ΠΑΣΟΚ και τα ΝΔ είναι τόσες όσες και να βρεθούν οι αρχηγοί τους στο φεγγάρι. Κι αν ο Ντίλαν πήρε το Νομπέλ, οι αρχηγοί θα προτιμήσουν μάλλον να πάρουν εκείνο το πιάτο που, με ή χωρίς κόκαλα, τρώγεται πάντα κρύο.