Κι άλλα κοινωνικά μέτρα ενίσχυσης των ασθενέστερων ύψους περίπου 70-80 εκατομμυρίων ευρώ αναμένεται να ανακοινώσει η κυβέρνηση την ερχόμενη εβδομάδα, εξαντλώντας πριν από τα Χριστούγεννα όλες τις δυνατότητες που της δίνει η υπεραπόδοση των εσόδων για το 2016.

Μ’ αυτόν τον τρόπο επιλέγει να διανείμει το 70% του καθαρού πλεονάσματος ύψους 1,1 δισ. για κοινωνικές δράσεις. Σημειωτέον ότι η χορήγηση έκτακτου δώρου στους χαμηλοσυνταξιούχους ανέρχεται στα 617 εκατομμύρια. Το υπόλοιπο 30% του πλεονάσματος θα κρατηθεί ως κάβα για έκτακτες ανάγκες.

Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, το Μαξίμου σχεδιάζει άλλες τρεις-τέσσερις κοινωνικές παρεμβάσεις (περί τα 20 εκατομμύρια ευρώ εκάστη) που θα τονώσουν το κοινωνικό προφίλ της κυβέρνησης και θα επιβεβαιώσουν τις υποσχέσεις της για προστασία των πλέον αδύναμων κάθε φορά που αυτό θα είναι εφικτό. Το Μαξίμου έχει ανάγκη να δείξει πως αντιμετωπίζει την ανθρωπιστική κρίση την ώρα που οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν πέραν όλων τη δυσφορία των πολιτών για την ασφυκτική καθημερινότητά τους. Μια από τις νέες δράσεις υπέρ των αδυνάμων, σύμφωνα με την ίδια γραμμή πληροφόρησης, θα είναι η χρηματοδότηση των σχολείων ειδικής αγωγής όπου παρατηρούνται μεγάλες ελλείψεις.

Επιπλέον, πιθανότατα μετά την περίοδο των εορτών, ο Αλέξης Τσίπρας θα ανακοινώσει από κάποιο νησί του Αιγαίου το κυβερνητικό πρόγραμμα νησιωτικής πολιτικής, στο οποίο θα περιλαμβάνονται και φορολογικά κίνητρα για τους κατοίκους και τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκεί. Ο αρχικός σχεδιασμός άλλωστε του Μαξίμου ήταν το διάγγελμα του Πρωθυπουργού να γίνει από κάποιο νησί χθες Παρασκευή, ωστόσο αυτός τροποποιήθηκε κι επελέγη το Μαξίμου το βράδυ της Πέμπτης ενόψει της κορύφωσης της συζήτησης για τον προϋπολογισμό.

Δώρο χωρίς αντίδωρο

Το πρωθυπουργικό περιβάλλον αρνείται πως πρωτοβουλίες και κινήσεις όπως η προχθεσινή, με την εξαγγελία χριστουγεννιάτικου μποναμά και την αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά που υποδέχονται το μεγάλο κύμα των προσφύγων, συνδέονται με την πιθανότητα διενέργειας εκλογών.

Το Μαξίμου αρνείται σταθερά πως οι κάλπες εντάσσονται στον στρατηγικό του σχεδιασμό. Αυτή η θέση δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και το επιτελείο του θεωρούν πως η επιλογή των εκλογών θα ήταν καταστροφική για τη χώρα και ασφαλώς και για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση ανοίγει δειλά κάθε τόσο ένα παραθυράκι εκλογών, προσπαθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να εκπέμψει μηνύματα προς τους δανειστές και την αντιπολίτευση. Η αρχή έγινε με μια «αθώα» διατύπωση για το ενδεχόμενο εκλογών σε περίπτωση αποτυχίας της διαπραγμάτευσης στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Η συζήτηση επανήλθε την προηγούμενη εβδομάδα, με κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος να κάνει λόγο για «πολιτικές εξελίξεις» εφόσον η αξιολόγηση παραμείνει ανοιχτή, και το θέμα αναζωπυρώθηκε με τις προχθεσινές πρωθυπουργικές εξαγγελίες, οι οποίες από πολλούς ερμηνεύτηκαν ως προεκλογικές παροχές.

Ωστόσο, κάθε φορά που η κυβέρνηση ανοίγει –όσο πατάει η γάτα –την εκλογολογία φροντίζει να τη μαζεύει ακριβώς την ώρα που φουντώνει η σχετική συζήτηση. Κάπως έτσι μετά την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ το Μαξίμου διερρήγνυε τα ιμάτιά του για τη μηδενική πιθανότητα μιας εκλογικής αναμέτρησης, μετά τις προβλέψεις της κυβερνητικής πηγής για πολιτικές εξελίξεις έσπευσε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας από το Αμπου Ντάμπι να μιλήσει για κυβερνητικό ορίζοντα τριετίας, ενώ μετά το διάγγελμα μπροστά στο τζάκι του Μαξίμου έσπευσαν τα κυβερνητικά στελέχη να σβήσουν τη φωτιά της εκλογολογίας.

Η κυβέρνηση «παίζει» με το θέμα των εκλογών κατά κάποιον τρόπο εκ του ασφαλούς. Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν έρθει εις γνώσιν της κυβέρνησης, υψηλόβαθμοι παράγοντες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος έχουν υποδείξει στη ΝΔ να μην επιμένει στο αίτημα των εκλογών, ιδίως μετά την ανακοίνωση της εκ νέου υποψηφιότητας της Ανγκελα Μέρκελ για τη γερμανική καγκελαρία. Η Ευρώπη στην τρέχουσα συγκυρία δεν θέλει εκλογές στην Ελλάδα και μια ακόμη εστία αποσταθεροποίησης, την ώρα που η Ιταλία κλυδωνίζεται από τις πολιτικές εξελίξεις που προκάλεσε το δημοψήφισμα του Ρέντσι. Δεν είναι τυχαίο δε πως η Νέα Δημοκρατία το τελευταίο διάστημα έχει περιορίσει τη ρητορική της για τις εκλογές. Ακόμη και στη γραπτή αντίδρασή της για τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες απέφυγε να ζητήσει εκλογές και περιορίστηκε σε διαπιστώσεις περί απερχόμενου Πρωθυπουργού, παρουσιάζοντας περισσότερο ως κυβερνητική επιλογή μια τέτοια πιθανότητα και όχι ως αίτημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Η ΝΔ έχει κατεβάσει ταχύτητες. Αυτό είναι κάτι εμφανές. Ακόμη και στη Βουλή δεν οδηγεί τη σύγκρουση στα άκρα, δεν ζητά καν ονομαστικές ψηφοφορίες» σχολιάζει κυβερνητική πηγή που παρατηρεί την τακτική της Πειραιώς.

Αργεί η ποσοτική χαλάρωση

Το Μαξίμου δεν πιστεύει στο ακραίο σενάριο. Δηλαδή σε αδυναμία να ενταχθεί η χώρα στο QE ώστε σταδιακά να επιχειρήσει την επανάκαμψή της στις αγορές. Δεν βλέπει όμως και έγκαιρο κλείσιμο της αξιολόγησης. Στο Πολιτικό Συμβούλιο που έγινε την Τετάρτη στην Κουμουνδούρου αποτέλεσε σχεδόν κοινή διαπίστωση πως το κλείσιμο της αξιολόγησης απομακρύνεται, κάτι που ανατρέπει τον κυβερνητικό σχεδιασμό. «Εμείς θα θέλαμε τον Φεβρουάριο να μπούμε στην ποσοτική χαλάρωση» αναφέρουν αρμόδιες πηγές, οι οποίες διαπιστώνουν ότι δύσκολα η συμφωνία μπορεί να κλείσει ώς το τέλος της χρονιάς, στόχος που μπήκε μετά το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου.

Η λέξη «συμβιβασμός» έχει αρχίσει να εντάσσεται σιγά σιγά στο λεξιλόγιο της κυβέρνησης όταν αναφέρεται στη δεύτερη αξιολόγηση. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος αναφέρθηκε προχθές σε πολιτικό συμβιβασμό, ενώ στο Πολιτικό Συμβούλιο, όπου έγινε ενημέρωση για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης, εκτιμήθηκε ότι η ελληνική πλευρά θα υποχρεωθεί σε αναπόφευκτους κι όχι ανώδυνους συμβιβασμούς. Αυτοί, δε, αφορούν τη λήψη πρόσθετων μέτρων τώρα για να εφαρμοστούν μετά το 2018. Το Μαξίμου από τα δύο άσχημα σενάρια επιλέγει το λιγότερο κακό. Δείχνει πως προτιμά να αποδεχτεί πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος από το να νομοθετήσει άμεσα νέα μέτρα λιτότητας. Οι εκτιμήσεις που γίνονται από κυβερνητικές πηγές είναι ότι τελικώς η κυβέρνηση θα δεχτεί και τη χρονική επέκταση του κόφτη και υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, «όχι όμως για μία δεκαετία όπως αξιώνει ο Σόιμπλε», αλλά για ένα ενδιάμεσο διάστημα 3-5 χρόνων.

Η επιχείρηση «µποναµάς»

Στη συνεδρίαση του ίδιου οργάνου εγκρίθηκε και το σχέδιο του Μαξίμου για ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων και πάγωμα της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά που υφίσταται τις συνέπειες της προσφυγικής κρίσης. Η κυβέρνηση προετοίμαζε τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία από τις 14 Νοεμβρίου. Τότε είχε μια εκτίμηση για το ύψος του πλεονάσματος, ώσπου τον Δεκέμβριο προσδιόρισε το καθαρό πλεόνασμα στα 1,1 δισ. ευρώ. Αυτό πρέπει, με βάση τις μνημονιακές ρήτρες, να διανεμηθεί το αργότερο έως τις 31/12, αλλιώς θα καταλήξει στην τρύπα του χρέους. Ως εκ τούτου το Πολιτικό Συμβούλιο προέκρινε την απόδοση «13ης σύνταξης» στους χαμηλοσυνταξιούχους (έως 850 ευρώ) και όχι και σε χαμηλόμισθους –μέσω των φορολογικών δηλώσεων -, κάτι που θα σήμαινε την υποβολή αιτήσεων στο Taxis που δεν είχε ετοιμαστεί και ενδεχομένως πολύ πιο χρονοβόρες διαδικασίες. «Δεν θα προλαβαίναμε, έπρεπε να υπάρχει καλύτερος προγραμματισμός στο πληροφορικό σύστημα» αναφέρει κυβερνητική πηγή που συμμετείχε στον σχεδιασμό. Ετσι επελέγη η λύση υπέρ των χαμηλοσυνταξιούχων και ξεκίνησε η επεξεργασία από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Η απόφαση για ενίσχυση όσων λαμβάνουν χαμηλή σύνταξη υπερίσχυσε και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η πλειονότητα των δικαιούχων απώλεσε ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι το ΕΚΑΣ, καθώς και από το γεγονός ότι έστω ένα πολύ μικρό κομμάτι των συνταξιούχων, περίπου 2.000, παίρνει σύνταξη ύψους μόλις 50-60 ευρώ μηνιαίως. Σε ό,τι αφορά το πάγωμα της αύξησης του ΦΠΑ στο Βόρειο και Βορειοανατολικό Αιγαίο, δεν είχε προηγηθεί συμφωνία με τους θεσμούς, ωστόσο είχε υπάρξει μια ευρύτερη συνεννόηση πως η Ευρώπη θα δείξει κατανόηση για χρήματα που συνδέονται με την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης. Αλλωστε, όπως αναφέρουν κυβερνητικοί παράγοντες, η διαφορά που θα προέκυπτε από την αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά θα ήταν ασήμαντη «καθώς ήδη είχε καταγραφεί σημαντική αύξηση της φοροδιαφυγής στις συγκεκριμένες περιοχές».