Ενας Δαβίδ σε μέρες δύσκολες; Ενας «αδύναμος» ήρωας που, κατά τον βιβλικό μύθο, με μια σφεντόνα κατατροπώνει τον φιλισταίο γίγαντα Γολιάθ; Ενας μικρός που νικάει τους «μεγάλους»; Κάπως έτσι ξεκίνησε η κουβέντα μας με δύο παλιούς –κρατάει 26 χρόνια αυτή η κολόνια –φίλους στο διεθνές μουσικό πεδίο: την Ελένη Καραΐνδρου και τον Μάνφρεντ Αϊχερ, εκδότη – «ψυχή» της ιδιαίτερης και πολυεκτιμημένης διεθνώς –γερμανικής ως προς τις ρίζες της –δισκογραφικής εταιρείας ECM. Μιλάμε για το μουσικό «σπίτι» δημιουργών όπως ο Αρβο Παρτ και ο Γκίγια Καντσέλι ή εκλεκτικών μουσικών όπως ο Γιαν Γκαρμπάρεκ και ο Τσαρλς Λόιντ ή ο πιανίστας Αντράς Σιφ.

Με έναν Δαβίδ ξεκινήσαμε. Που κατά την Ελένη Καραΐνδρου έχει λιγότερη σχέση με τη βιβλική ιστορία, αλλά μεγάλη σχέση με ένα άγνωστο κείμενο της αιγαιοπελαγίτικης γραμματείας, ένα έργο άγνωστου χιώτη ποιητή του 18ου αιώνα, που το ανακάλυψε στη Βιβλιοθήκη της Ρώμης (χαραγμένο στα ελληνικά, αλλά με λατινικούς χαρακτήρες), το 1979. Εργο που «η γλώσσα του πλουτίζει τη θεατρική μας παράδοση με νέες διαστάσεις», κατά τον Κώστα Γεωργουσόπουλο και το οποίο τη συγκλόνισε, την ενέπνευσε, το παρέδωσε το 1980 σε μορφή ορατορίου για μία παράσταση του Αμφι-Θεάτρου του Σπύρου Ευαγγελάτου στο Ομήρειο Πολιτιστικό Κέντρο Χίου, το δούλεψε ξανά και ξανά με τα χρόνια, εμπνεύσθηκε εκ νέου και το 2010 παρουσιάστηκε, ως σκηνική καντάτα, στο Μέγαρο Μουσικής, με την Καμεράτα υπό τον Αλέξανδρο Μυράτ, τη Χορωδία της ΕΡΤ και σπουδαίους σολίστες, όπως το «διαμάντι» της ECM Κιμ Κασκάσιαν, οι εκφραστικοί λυρικοί τραγουδιστές Τάσης Χριστογιαννόπουλος και Ειρήνη Καράγιαννη, δεξιοτέχνις της βιόλας, ο ομποΐστας Βαγγέλης Χριστόπουλος, η φλαουτίστα Στέλλα Γαδέδη, η τσεμπαλίστρια Κατερίνα Κτώνα κ.ά.

Με στίχους του άγνωστου χιώτη ποιητή, όπως «λωλοί όσοι ελπίζουν εμπιστοσύνη εις ηδονήν, εις πλούτος για αξιοσύνη. Σαν χορταράκια είναι όλα όπου μαραίνουν όταν θαρρείς πως δροσερά προβαίνουν», ξεκίνησε τούτη η συνάντηση. Με την Ελένη Καραΐνδρου να θυμάται πως έκλαιγε όταν συνταίριαζε νότες πάνω σε αυτές τις φράσεις, με έμπνευση –όπως μου αποκαλύπτει στη συζήτησή μας –τη Μαρία Κάλλας και μια εικόνα που της είχε εντυπωθεί: τις στάχτες της σοπράνο πάνω από το Αιγαίο. Ανάμεσα στα δάκρυα, πήρε και το μήνυμα: «Τα σπουδαία δεν πεθαίνουν». Οπως το αιγαιοπελαγίτικο κείμενο, γοητευτικό και σημαντικό –κατ’ αναλογίαν –κατά την ίδια με κείμενα του Σαίξπηρ, του Τσέχοφ ή του Γκολντόνι, που «με τη μουσική μου θα κάνει τον γύρο του κόσμου», όπως προσθέτει.

Δαβίδ, λοιπόν, σε καιρούς χαλεπούς. «Είναι η καλύτερη περίοδος γι’ αυτό το έργο» πιστεύει η Ελένη Καραΐνδρου. Σαν ένας φάρος ελπίδας. Ή πίστης. Στη δύναμη του «μικρού» ανθρώπου. «Χρειαζόμαστε πολλούς Δαβίδ σήμερα», συμπληρώνει ο Μάνφρεντ Αϊχερ. «Για να μιλήσουν με τη σιωπή τους. Να ακούνε προσεκτικά προτού μιλήσουν και να μεταφέρουν το μήνυμά τους στους Γολιάθ, που χρησιμοποιούν βόμβες, πυραύλους και επίδειξη ισχύος για να μιλήσουν».

Στη συναυλία του Μεγάρου, που ηχογραφήθηκε ζωντανά από τον Νίκο Εσπιαλίδη του Ηχογραφικού Κέντρου του ΟΜΜΑ (και δουλεύτηκε από τον Μάνφρεντ Αϊχερ αμέτρητες ώρες στο στούντιο για να αποδώσει το αψεγάδιαστο και «ανέγγιχτο» από θορύβους και χειροκροτήματα αποτέλεσμα της δισκογραφικής έκδοσης, που στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τη Μικρή Αρκτο του Παρασκευά Καρασούλου), συμμετείχε ως αφηγητής και ο Δημήτρης Καταλειφός. «Ερωτεύτηκα τη φωνή του», δηλώνει ο Μάνφρεντ Αϊχερ. Οπως την ερωτεύτηκε και η δεξιοτέχνις της βιόλας Κιμ Κασκάσιαν, σημαντικό «συστατικό» του «Δαβίδ» (με φιλελληνικές ρίζες, καθώς οι αρμένιοι γονείς της είχαν σωθεί από τη Γενοκτονία χάρη σε Ελληνες). Ομως η αφήγηση δεν έγινε δυνατόν να αξιοποιηθεί δισκογραφικά, καθώς το CD και τα βινύλια, που θα κοπούν για τον «Δαβίδ», απευθύνονται σε ένα διεθνές κοινό που δεν μπορεί να εισπράξει τη μαγεία του κειμένου στην ελληνική γλώσσα. Αντ’ αυτού υπάρχει στην έκδοση το πλήρες κείμενο, μεταφρασμένο στα αγγλικά, από την Σούζαν Αποστολάκη.

«Τα καλά της ζωής μας δεν στέργουσι –πέφτουν όλα… αγάλια, αγάλια, αγάλια», για να ξαναγυρίσουμε στους στίχους της έμπνευσης, που γεννήθηκε κάπου 36 χρόνια πριν. «Και ο Μάνφρεντ», προσθέτει η Ελένη Καραΐνδρου, «με έσπρωξε να την ξαναδουλέψω». «Σε προκάλεσα να κοιτάξεις πιο βαθιά σε αυτό το κείμενο», τη «διορθώνει» εκείνος. Και επισημαίνει τον ρόλο της Κιμ Κασκάσιαν που «τραγουδάει πάνω στη μουσική». Γλυκά, σαγηνευτικά, θα προσέθετα. Αλλωστε, όπως λέει ο Μάνφρεντ Αϊχερ, «η μουσική της Ελένης προέρχεται από το τραγούδι και πάνω σε αυτή τη βάση εξελίχθηκε όλα αυτά τα χρόνια».

Γνωριμία στη μεγάλη οθόνη

Ο Μάνφρεντ Αϊχερ γνώρισε την Ελένη Καραΐνδρου μέσα από τη μεγάλη οθόνη. Στο σινεμά. Μέσα από το «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Εκεί πρωτοπρόσεξε τους «όμορφους και αυθεντικούς ήχους της που ταίριαζαν θαυμάσια στην εικόνα», λέει. Εκείνη είχε ήδη γνωρίσει τον σαξοφωνίστα Γιαν Γκαρμπάρεκ, που τους ένωσε, το 1989 στο Φεστιβάλ της ECM στην Κρήτη. «Εκεί αποφασίσαμε να κοιτάξουμε μαζί τη μουσική που είχε κάνει για τον «Μελισσοκόμο» και να στήσουμε την έκδοση με μουσική της από ταινίες. Ηταν ένα μήνυμα για τον διεθνή μουσικό κόσμο, καθώς ήταν άγνωστο ακόμη για τον μουσικό κόσμο κάτι τέτοιο», θυμάται ο γερμανός εκδότης μουσικής και σκηνοθέτης. Εκείνη θυμάται ότι είχε χάσει όλα του τα χαρτιά και την ταυτότητά του ταξιδεύοντας για πρώτη φορά στην Ελλάδα και εντυπωσιάστηκε όταν κάποιος τα βρήκε στο αεροδρόμιο και τα παρέδωσε στην Αστυνομία. «Χαίρομαι πολύ που αυτή η καλή έκβαση ήταν η πρώτη του επαφή με την Ελλάδα». Οπως και με τις ταινίες του Αγγελόπουλου, που τον θεωρούσε χαρισματικό ο Μάνφρεντ Αϊχερ. «Σκέφτομαι πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού». Εντυπωσιακό είναι πως όλες οι ταινίες του είχαν ουσιαστικά το ίδιο θέμα: τη μοναξιά, τη συνάντηση…». «Την εξορία», προσθέτει η Ελένη Καραΐνδρου.

Οπως και οι μουσικές της Ελένης Καραΐνδρου, ανάλογα με εκείνες μεγαθηρίων της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας όπως ο Παρτ ή ο Καντσέλι, «είναι συνδεδεμένες με τις πολιτιστικές της ρίζες. Πολιτισμός εδώ είναι η Μνήμη», λέει ο Μάνφρεντ Αϊχερ. «Η Ελένη με τη μουσική της είχε μια αθωότητα απέναντι σε αυτό και αυτό της έδινε τη δυνατότητα να διασχίζει σύνορα. Αφήνεται στη δραματική έκθεση στο εκάστοτε θέμα της δίχως όμως να είναι παθητική» δίνει τον ορισμό του μέσα σε λίγες μόλις λέξεις.

Δώδεκα δίσκους με την ECM μετά (non multa, sed multum σχολιάζει λατινικά εκείνος –«όχι πολλά, αλλά πλείστα»), έχει αλλάξει η Ελένη Καραΐνδρου ακόμη και στο κοίταγμα στον «Δαβίδ»; «Η αλλαγή σημαίνει ότι είμαστε ζωντανοί» είναι η πρώτη αντίδρασή της. «Αλλάζουμε άλλωστε για να μένουμε ίδιοι. Κάθε χρόνο νιώθω πιο πλούσια και πιο έμπειρη όταν ετοιμάζομαι να γράψω κάτι». Οπερ κάνει και την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, πέρα από τις συναυλίες του «Δαβίδ», διεθνώς. «Πάντα έχω ιδέες και δουλεύω νέες ιδέες. Πάλι κάτι θα ετοιμάσω για την Κιμ Κασκάσιαν και για τους αγαπημένους μου μουσικούς στην Ελλάδα. Πολύ σύντομα».

Μιλάει για το «εξαιρετικό ταξίδι με τον Μάνφρεντ», τον αφοσιωμένο, δουλευταρά Μάνφρεντ, που «ακούει με τα αφτιά, τα μάτια, τα χέρια και την ιδιοφυΐα του τη βλέπεις στο στούντιο, που πάντα με εντυπωσιάζει και με εκπλήσσει». «Η μουσική της Ελένης θα υπήρχε και δίχως την ECM», είναι η δική του φιλοφρόνηση. «Το πιστεύω ακράδαντα. Η δισκογραφία απλώς βοηθάει να ανακαλύψει κάποιος τη μουσική. Είναι μια επιστολή και ο δίσκος ο φάκελος. Φανταστείτε με τούτη τη σύσταση έξω από τον φάκελο: Ελένη Καραΐνδρου και Δαβίδ!». Οσο για τη «χειροποίητη» δισκογραφία της ECM, «έχει ακόμη νόημα, έξω από τον ψηφιακό χορό και τα μέσα πέρα από το ίδιο το CD, όσο έχει νόημα να γυρίζεις τις σελίδες ενός βιβλίου. Η μουσική πρέπει να γράφεται και να παίζεται από μουσικούς που είναι αφηγητές ιστοριών, που εξερευνούν και εκφράζουν και πρέπει να ηχογραφείται με φυσικό τρόπο».

Από την πλευρά της, χαίρεται – μου λέει – «που ανήκω στους ευτυχισμένους συνθέτες που είναι χειρώνακτες και γράφουν ακόμα με μολυβάκι και γόμμα, για μουσικούς που τους εμπιστεύονται και ανταποδίδουν το δεκαπλάσιο από αυτό που τους δίνεται».

Ενας γερμανός εκδότης από τη μια, μια ελληνίδα συνθέτις από την άλλη. Σε μιαν Ευρώπη που φαίνεται να έχει αλλιώς στο μυαλό της το ελληνογερμανικό δίπολο. «Δεν σκέφτηκα ποτέ με την έννοια των κατηγοριών και των συνόρων», αντιδρά ο Μάνφρεντ Αιχερ. «Από πολύ νωρίς έτρεξα να ηχογραφήσω τραγούδια βοσκών στην Αλβανία ή την Γκάνα ή την Κίνα. Να σας πω κάτι: η Ελένη Καραΐνδρου6 μαζί με τη Σαββίνα Γιαννάτου και Ελληνες μουσικούς έπαιξαν σε μια υπέροχη βραδιά στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, ενώπιον του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Κι εκεί η μουσική ξεπέρασε τα πάντα. Αυτά λοιπόν για την πολιτική».

«Ο Κρις Μαρκέρ, που συνεργάστηκα μαζί του στο «L’héritage de la chouette» μου έλεγε «δουλεύεις σαν Γερμανός». Το θεώρησα μεγάλο κοπλιμέντο», προσθέτει εκείνη, προτού ο Μάνφρεντ Αιχερ θυμηθεί μια τελευταία ιστορία, ως απάντηση: «Στα μέσα του ’90 με είχαν καλέσει ως μέλος της κριτικής επιτροπής στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ στο Λοκάρνο. Εκεί συνάντησα τον Ζανγκ Γιμού. Όταν ξεκινήσαμε να συζητούμε μου είπε κάτι που μου έκανε μεγάλη εντύπωση: «μας επιτρεπόταν να μάθουμε ελληνικά και εγώ κοίταξα να μάθω τα πάντα για την ελληνική ιστορία και φιλοσοφία. Ο ελληνικός πολιτισμός, ξέρεις, είχε μεγάλη επίδραση στην Κίνα». Κάπως έτσι ξεκινήσαμε να ψάχνουμε τις επιδράσεις του ελληνικού στον κινεζικό και το γερμανικό πολιτισμό, μιλώντας ολόκληρο το βράδυ».