Ας αρχίσουμε με ένα στοιχείο που διαβάζεται σχεδόν σαν ανέκδοτο. Ο Δημήτρης Αθανίτης παρέλαβε το 1993 στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας το Βραβείο Φανταστικού για το πρώτο ταινιάκι του «Φιλοσοφία», πάνω που είχε κλιμακωθεί ο πόλεμος στο Σαράγεβο. Κατά το σενάριο, οι πόλεμοι στα Βαλκάνια επεκτείνονται, η ελληνική οικονομία καταρρέει, ο Πρόεδρος κηρύσσει πτώχευση. Σκεφθείτε τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα και ίσως χαμογελάσετε πικρά.

Είκοσι τρία χρόνια μετά ο Δημήτρης Αθανίτης προτείνει έναν «Αόρατο» απολυμένο, που αποφασίζει να εκδικηθεί για την απόλυσή του. «Invisible», ο τίτλος της έβδομης μεγάλου μήκους ταινίας του (ενώ συνεχίζουν να προβάλλονται το «Αντίο Βερολίνο» και το «Καμία συμπάθεια για το Διάβολο» σε φεστιβάλ και αφιερώματα, εντός και εκτός). Πανταχού παρών στην ταινία, στο «99% των σκηνών», ο «εσωτερικός» και εκφραστικός Γιάννης Στάνκογλου, που έσκισε το καλοκαίρι στους «Επτά επί Θήβας» του Εθνικού.

Η ταινία έχει συγκεντρώσει ήδη πολλές συμμετοχές σε ελληνικά και ξένα φεστιβάλ (από το Σαν Φρανσίσκο έως τη Φλωρεντία, το Σάββατο) και έχει στο ενεργητικό της πολλά βραβεία – και ερμηνείας – προτού πάρει τον δρόμο, την Πέμπτη 3 Νοεμβρίου, για τις αίθουσες.

Δεν φαίνεται λίγο σκληρό το θέμα, σε μια εποχή που οι απολυμένοι αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο; Μιλάνε στο σπίτι του κρεμασμένου για σχοινί; «Μα είναι πολύ σκληρή η πραγματικότητα γύρω» αντιδρά. «Και πολύ παράλογη. Ο ήρωας, ο Αρης αντιδρά απέναντι σε αυτό τον παραλογισμό. Αρνείται να αποδεχθεί τη θέση που του έχουν ορίσει και αντιδρά». Αρα, μιλάμε για μια ταινία για την κρίση; «Δεν θα το έλεγα. Θα μπορούσε να συμβεί οποιαδήποτε εποχή. Το σημείο μηδέν στην ταινία είναι η στιγμή που ο ήρωας ρωτάει τον άνθρωπο που τον απέλυσε αν τον βλέπει ή (τού) είναι αόρατος. Το ζήτημα λοιπόν είναι πόσο ερήμην μας προαποφασίζεται η θέση μας στον κόσμο».Με το «Invisible» ξαναγυρνάει στην κινηματογραφική λογική του μοναχικού – σχεδόν – ήρωα, όπως στο «Αντίο Βερολίνο», με κεντρικό πρόσωπο τον σκηνοθέτη που έρχεται από το Βερολίνο. «Οπως εκεί, έτσι κι εδώ μιλάμε για έναν desperado, ένα πρόσωπο πολύ μόνο που ψάχνει να χτίσει το επόμενο βήμα του. Ακόμη και στο “Καμία συμπάθεια” με κεντρική φιγούρα τη Λένα Κιτσοπούλου, μια γκαρσόνα που μόλις αποφυλακίστηκε, υπάρχουν κοινά».

Στις προβολές του «Invisible» σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ναύπλιο, Λάρισα, Καβάλα, Χανιά, παραδέχεται ότι «η ταινία λειτουργεί ως άμεση αναφορά στο δεινό σήμερα. Από την πλευρά μου, όμως, δεν επιδίωξα αυτή την αναφορά, αλλά προσπάθησα να δω την ψυχολογία των ανθρώπων που φτάνουν να μην έχουν πλέον τίποτα να χάσουν και τη δυνατότητα ή τη θέλησή τους να αντιδράσουν. Δεν προτείνει λύση η ταινία, αλλά βάζει τον ήρωα να μην αποδέχεται αυτή τη δεινή θέση. Μπορεί να μην είναι σωστή η αντίδρασή του, να σχεδιάζει να σκοτώσει εκείνον που τον απέλυσε, αλλά αντιδρά. Από αυτή την άποψη, είναι αισιόδοξη. Αν κάποιος μπορεί να συναισθανθεί τι του συμβαίνει και να κάνει κάτι γι’ αυτό, είναι δείγμα εξέλιξης».

Πιστεύει ότι «είναι περιορισμένη η αντίδρασή μας ως κοινωνίας. Είμαστε σε ένα είδος νάρκης, ίσως επειδή ακόμη δεν έχουμε βρεθεί όλοι σε πολύ δεινή θέση. Ο ήρωας επειδή είναι πολύ χαμηλά στην πυραμίδα της κοινωνίας, όταν χάνει τη δουλειά του χάνει και τη θέση του στον κόσμο. Και έχει εκπαιδευτεί, όπως οι περισσότεροι, σε μια παθητικότητα έχοντας ζήσει και μία σειρά απογοητεύσεων, που θα μπορούσαν να τον κάνουν αδρανή. Είναι δύσκολο από την αναπαυτική θέση του καναπέ και την ασφάλεια μιας δουλειάς να αντιληφθείς τη θέση ενός ανθρώπου που το χάνει αυτό και αναγκάζεται να παλεύει μέρα με την ημέρα. Η ταινία γυρίστηκε στον Ασπρόπυργο, έναν χώρο βιομηχανικής παραγωγής, που ενώ είναι δίπλα μας με έναν παράξενο τρόπο μας είναι κι αυτός αόρατος. Σαν ανύπαρκτος. Είχα δει ένα ρεπορτάζ που κατέληγε πόσο αόρατη είναι η εργατική τάξη. Ιδού λοιπόν αόρατοι. Οπως έλεγε και ο Λουίς Μπουνιουέλ στην αυτοβιογραφία του (σ.σ. «Τελευταία πνοή»), “σε μια παρέα σουρεαλιστών που τους άρεσε να μεταμφιέζονται, αν ντυθείς εργάτης, κανείς δεν θα γυρίσει να σε κοιτάξει”».

Το βλέμμα του μικρού Χρήστου Μπενέτση (του γιου, που «ενώ ο πατέρας χάνει τη θέση του στον κόσμο, εκείνος προσπαθεί να βρει τη δική του στον κόσμο των μεγάλων») δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο στην ταινία, που «βουλιάζει» σε ένα πράσινο φως –χρώμα που κατά τον Δημήτρη Αθανίτη «εκφράζει την ψυχολογία του ήρωα» -, όπως και τα –σχεδόν –μονοπλάνα της κάμερας και η διαρκής παρακολούθηση, ακόμη και μέσα από το γουνάκι του μπουφάν του την ώρα που τρέχει με το μηχανάκι σε λασπωμένους δρόμους.

Λίγος και σφιχτός ο διάλογος, με ένα πέρασμα και από την Κόρα Καρβούνη, δείχνει μαζί με όλα τα παραπάνω την πρόθεση του βραβευμένου σκηνοθέτη, άλλοτε «ομιχλιστή» και μέλους της Ακαδημίας Κινηματογράφου: «Μια κινηματογραφική γλώσσα που να επικοινωνεί, ανεξαρτήτως γλώσσας, και να ταξιδεύει τον θεατή, να τον συνεπαίρνει και να του προσφέρει ανάταση. Βλέπουμε όμως ότι ακόμη και οι δημιουργίες ισχυρών χωρών που επενδύουν πολύ χρήμα στον κινηματογράφο, όπως η Γερμανία, δεν καταφέρνουν να περάσουν τα σύνορα επειδή δεν υπάρχει πραγματική κινηματογραφική γλώσσα». Το θέμα στην τέχνη, προσθέτει, «είναι το μεταίσθημα, να μπορεί να λειτουργεί μέρες μετά, όπως έγινε σε αρκετές προβολές του «Invisible». Στον ορισμό του για την τέχνη και ο Αριστοτέλης γι’ αυτό μιλάει: για τη μέθεξη». Ο ίδιος ο Δημήτρης Αθανίτης δηλώνει «αθεράπευτα αισιόδοξος». Οσο αισιόδοξο θεωρεί το «Invisible». «Αυτό που μου συμβαίνει δεν μπορώ να το καταπιώ. Το φτύνω συνέχεια. Με σκοτώνει» είναι η φράση του Αρη – Γιάννη Στάνκογλου στο δραματικό κρεσέντο του φινάλε. «Αυτές οι ταινίες είναι αισιόδοξες επειδή παρουσιάζουν πρόσωπα που δίνουν μάχη. Δεν θα με ιντρίγκαρε να κάνω μια ταινία με πρόσωπα εφησυχασμένα».

Αισιόδοξος είναι και για τις δυσκολίες παραγωγής σε καιρούς χαλεπούς, όπως οι τρέχοντες. «Εχουν γίνει πολύ δύσκολα τα πράγματα, όμως από την άλλη πλευρά απελευθερώνουν δυνάμεις δημιουργικές. Υπάρχει μια κινητικότητα, μια αίσθηση του επείγοντος από την πλευρά των δημιουργών και ένα ξύπνημα. Και υπάρχει ακόμη πολύς κόσμος που παίρνει πρωτοβουλία και ρισκάρει». Δεν είναι αισιόδοξο αυτό;

INFO

Η ταινία «Invisible» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την ερχόμενη Πέμπτη 3 Νοεμβρίου