«Λοιπόν, εγώ προσωπικά πιστεύω ότι ο κόσμος στο μέλλον θα μας κρίνει από τον τρόπο που αντιδράσαμε σε αυτήν την πρωτοφανή και πολύ ενοχλητική κατάσταση. Και ένας από τους λόγους, νομίζω ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους αποφασίσαμε να στηρίξουμε την Χίλαρι Κλίντον απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ (ήταν μόλις η τρίτη φορά στην ιστορία μας που αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο), ήταν ότι θέλαμε να είμαστε στη σωστή πλευρά. Θέλαμε να πούμε, κοιτάξτε, κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Είμαστε περιοδικό. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Γράψαμε γι’ αυτό χωρίς μισόλογα. Και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Και θα προτιμούσα να μην έρθει η ώρα που θα μετανιώσω επειδή δεν είπα αυτό που σκεφτόμουν, φοβούμενος ότι δεν είναι ευγενικό».

Ο Τζέφρι Γκόλμπλεργκ είναι διευθυντής του «Atlantic». Και εξήγησε με αυτά τα λόγια την απόφαση του περιοδικού που διευθύνει να λάβει θέση στις αμερικανικές εκλογές. Η σύνταξη του «Atlantic» δεν ήταν η μόνη που σκέφτηκε ότι η σαφής θέση έχει μεγαλύτερη σημασία σε αυτήν τη συγκυρία από την ουδετερότητα. Τα μέσα ενημέρωσης είναι ζωντανοί οργανισμοί, όχι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί με απαράβατους κανόνες. Την πάγια τακτική της ουδετερότητας εγκατέλειψαν αυτή τη φορά η «Washington Post», η «USA Today» και το «New Yorker». Αυτή τη φορά υπήρχε ένας εμφανής κίνδυνος για την αμερικανική δημοκρατία, την ποιότητα και τους θεσμούς της.

Μέχρι να εμφανιστεί η πρώτη ανάλυση (όχι φυσικά στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά εδώ) που θα λέει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έπεσε θύμα του ανέξοδου λαϊκισμού του, των ρατσιστικών του σχολίων, των εξωφρενικών του ψεμάτων και της σεξιστικής του συμπεριφοράς αλλά των συστημικών μέσων, αξίζει να σταθεί κανείς σε αυτό που ώθησε τον Τζέφρι Γκόλμπλεργκ να πάρει θέση. Στη σκέψη του ότι είναι υπόλογος στις επόμενες γενιές, στην επιθυμία του να είναι στη «σωστή πλευρά», στην ανάγκη του να μπορεί να πει κάποτε στο μέλλον ότι ο ίδιος και το περιοδικό του έκαναν ό,τι μπορούσαν και πως μίλησαν χωρίς μισόλογα.

Είναι ένα δίλημμα που τέθηκε και εδώ μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Μπορεί να μην εκφράστηκε ως προσωπική ανάγκη ή ως ευθύνη απέναντι στις επόμενες γενιές και ούτε καν ανοικτά. Αλλά ήταν υπαρκτό και απαντήθηκε από τη στάση κάποιων μέσων ενημέρωσης που πήραν θέση στην πιο άγρια φάση της κρίσης: όταν ακυρώνονταν στρατιωτικές παρελάσεις από πολίτες που τότε ήταν γεμάτοι αγανάκτηση και τώρα έχουν εξαφανιστεί, η πάνω και η κάτω πλατεία γέμιζαν από υψωμένες γροθιές και ανοικτές παλάμες και μέσα στη Βουλή ο αντιμνημονιακός λαϊκισμός βρυχιόταν καταγγέλλοντας τους γερμανοτσολιάδες, τα τσιράκια των δανειστών, τους Κουίσλινγκ που «δεν είναι και πολύ Ελληνες» και φυσικά τις εφημερίδες τους.

Οι «New York Times» δημοσίευσαν στο προχθεσινό τους φύλλο όλες τις ύβρεις και τις προσβολές που έχει εκτοξεύσει όλο αυτό το διάστημα ο Τραμπ σε όποιον και ό,τι δεν του αρέσει. Δεν είναι μόνο υπενθύμιση, είναι και μια δήλωση ότι οι ύβρεις δεν θα γίνουν ποτέ μέρος της κανονικότητας, θα είναι πάντα μια κακή είδηση. Είναι κάτι που, δημοσιογράφοι και αναγνώστες, πρέπει να κρατήσουμε. Για να εξηγήσουμε στις επόμενες γενιές πώς οι εγχώριοι Τραμπ έφθασαν να συγκυβερνήσουν καλώντας τους αντιπάλους τους να σκύψουν στα τέσσερα. Και πώς, παρά τον διχαστικό τους λόγο και τα καταφανή ψέματα, εξακολουθούν να κυβερνούν τρία Μνημόνια, 4,5 εκατομμύρια φτωχούς και 100 ευρώ μισθό μετά.

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ λείπει σε άδεια.