Η όλη μεθόδευση φαινόταν από την αρχή. Το αστείο στην υπόθεση άρχισε με τη μελέτη του Ινστιτούτου Φλωρεντίας. Οσοι προσπάθησαν να μιλήσουν με τα μέλη που έφτιαξαν τη –κατά κυβερνητική παραγγελία –μελέτη βρήκαν τοίχο. Οι κύριοι αυτοί δεν ήξεραν, δεν απαντούσαν, δεν έβγαιναν στο τηλέφωνο. Εγκριτοι επιστήμονες στο εξωτερικό αποδόμησαν λέξη προς λέξη τη μελέτη. Και εξηγούσαν με τον πιο απόλυτο και πειστικό τρόπο πως το τεχνολογικό φάσμα έχει επιτρέψει την εκπομπή τουλάχιστον 16 υψηλής ευκρίνειας και εθνικής εμβέλειας καναλιών. Για το δε επιχείρημα των τεσσάρων τηλεοπτικών σταθμών, γιατί τόσα –κατά τους κυβερνητικούς –μπορούσε να αντέξει η αγορά, τις απαντήσεις έλεγαν έχει δώσει η οικονομική πρακτική κάποιων αιώνων στη Δύση.

Μετά ήρθε η αχρήστευση του ΕΣΡ. Ενα αντισυνταγματικό μπαϊπάς που έδινε την απόλυτη ευχέρεια στον υπουργό Επικρατείας να δημιουργήσει το δικό του πλαίσιο μέσω του οποίου θα πετύχαινε τον απόλυτο έλεγχο του τηλεοπτικού τοπίου. Μέσω της δημιουργίας ενός φιλικού προς την κυβέρνηση ολιγοπωλίου. Το στόρι πασπαλίστηκε με δημόσιες παρεμβάσεις ακόμη και του Πρωθυπουργού –«ούτε μία στο εκατομμύριο να βγει ο νόμος αντισυνταγματικός». Κι όταν είδαν ότι τα πράγματα δεν παίρνουν την τροπή που είχαν σχεδιάσει, ετοίμασαν τροπολογία για μαύρο στα μη αδειοδοτημένα κανάλια. Η έκφραση του απόλυτου καθεστωτισμού. Ακόμη και τα κομματικά έντυπα επιστρατεύτηκαν στο παιχνίδι των πιέσεων στη Δικαιοσύνη. Με τρόπο που δεν τιμά την ιστορία της Αριστεράς.

Εάν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στον πρώτο της χρόνο ξόδεψε το πολιτικό της κεφάλαιο στην περήφανη διαπραγμάτευση, το δεύτερο αποφάσισε να το επενδύσει στον νόμο Παππά. Στοχοποιώντας τα Μέσα Ενημέρωσης, έναν βολικό για το κυβερνητικό αφήγημα εχθρό, έφτιαξε έναν νόμο που υποτίθεται ότι θα γκρέμιζε το τοπίο της διαπλοκής και θα έβαζε κανόνες στο τηλεοπτικό τοπίο. Κανείς δεν πείστηκε από τις προσχηματικές εξαγγελίες. Σύντομα έγινε φανερό ότι πίσω από τις διατάξεις κρυβόταν η προσπάθεια κατάργησης των θεσμών και απόλυτου ελέγχου της ενημέρωσης.

Ακόμη και η κυβερνητική αντίδραση στην ήττα, με τη λαϊκιστική κριτική στην απόφαση του ΣτΕ, αποδεικνύει τη βαθύτερη αντίληψη των κυβερνητικών για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ακόμη και τώρα, τη στιγμή της πολιτικής ήττας, η κυβέρνηση που θα ήταν «κάθε λέξη του Συντάγματος» επιδεικνύει αυταρχισμό και αλαζονεία. Σε ένα θέμα που οι ευθύνες του κυβερνητικού παρελθόντος της αντιπολίτευσης είναι τεράστιες και αυταπόδεικτες, η κυβέρνηση κατάφερε να αποτύχει θριαμβευτικά. Υπό αυτήν την έννοια, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι ιστορικής σημασίας. Και απέδειξε ότι παρά τα προβλήματα η χώρα παραμένει δυτική δημοκρατία και όχι δημοκρατία Λατινικής Αμερικής.