«Δεν μπόρεσες να μάθεις τίποτα από τους άλλους, δεν μπόρεσες ποτέ, για μια στιγμή, να λυγίσεις μπροστά στους άλλους κι έτσι έσπασες σαν ένα ξερό κλαδί. Εγώ όμως δεν σου ‘μοιασα»… Οταν, στα 15 της, σπρώχτηκε στο σανίδι, σε μια μαθητική παράσταση της Σχολής Μωραΐτη, για να ενσαρκώσει την Κυρία Χ στον μονόλογο «Η πιο δυνατή» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ, η Μαριάννα Κάλμπαρη δεν ήξερε μάλλον ότι αυτό τον ρόλο θα έπρεπε να τον υπερασπίσει και από το τιμόνι ενός ιστορικού θεάτρου (που ίδρυσε ο Κάρολος Κουν το 1942, είκοσι επτά χρόνια πριν εκείνη γεννηθεί, και το άφησε για πάντα το 1987, τη χρονιά που εκείνη τελείωνε το σχολείο).

«Η πιο δυνατή». Δεν είναι κι εύκολος ρόλος. Στο έργο, η Κυρία Χ απευθύνεται στην Αμέλια, ερωμένη του συζύγου της. Εδώ, «Η πιο δυνατή» γίνεται στάση απέναντι σε ένα ζοφερό –οικονομικά τουλάχιστον –θεατρικό τοπίο, δίχως στάλα κρατικής επιχορήγησης, ούτε για το ιστορικό Θέατρο Τέχνης. Αν την αντέξει το σχοινί τη Μαριάννα Κάλμπαρη, θα φανεί στο χειροκρότημα. Το τελικό, ύστερα από τρία χρόνια καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Από τότε (το 2014) που της το πρότεινε ο Διαγόρας Χρονόπουλος και «δεν ήταν κάτι που διεκδίκησε», όπως λέει, αλλά «συνέβη, σαν ένα μεγάλο απρόσμενο δώρο».

Οχι ότι δεν προσέφερε αντίδωρο. Οι ουρές εκατοντάδων έξω από τα ταμεία των δύο σκηνών του θεάτρου τις προάλλες, που εξάντλησαν τα 3.000 εισιτήρια προπώλησης (προς 3 ευρώ) μέσα σε κοντά μιάμιση ώρα, ήταν ένα δείγμα. Οχι πως τα 9.000 αυτά ευρώ λύνουν κανένα από τα προβλήματα του Τέχνης ή μπορούν να συντηρήσουν τις –αρκετές –παραστάσεις που ανεβάζει κάθε χρονιά. Ομως ήταν μια κίνηση (με εντυπωσιακή επικοινωνιακή ανταπόδοση) ότι το Τέχνης από την πλευρά του τείνει μια χείρα στο κοινό, ώστε όλοι να μπορέσουν να δουν τις παραστάσεις του (το ίδιο και το εισιτήριο 5 ευρώ για ανέργους που έχει θεσπίσει). Για τα μεγάλα και ακριβά εξέπεμψε δημόσιο SOS τον Μάιο, μέσω πρωτοβουλίας crowdfunding της Εθνικής Τράπεζας act4Greece, στην οποία συνέβαλε με 54.000 ευρώ το Ιδρυμα Ωνάση για να συγκεντρωθούν 108.761 ευρώ. Και εκεί το κοινό (και μια ανώνυμη μεγάλη χορηγία στη μνήμη του Γιώργου Λεφεντάριου) έδωσε το «παρών» και τον οβολό του. Ετσι, ανακατασκευάστηκαν και οι δύο σκηνές του Τέχνης και λύθηκαν θέματα πυρασφάλειας. Αυτά δεν βγαίνουν από τα εισιτήρια. Ούτε καν κρατώντας τις καλές –και επιτυχημένες –παραστάσεις. Καθώς αυτό δεν γίνεται και τεχνικά, αφού οι συντελεστές (ηθοποιοί κ.λπ.) «πολυδιασπώνται αναγκαστικά για να βγάλουν τα προς το ζην» όπως λέει η Μαριάννα Κάλμπαρη.

Ομως, την ιστορία τής (αναγκαστικά) «πιο δυνατής» του Θεάτρου Τέχνης είχαμε αρχίσει να λέμε. Που ξεκίνησε στην Αθήνα και πέρασε από αρκετά σχολεία: Ουρσουλίνες, Αηδονοπούλου, δημόσιο Παπάγου, Μωραΐτη. Σε μια οικογένεια που την καθόριζε η οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής υφασμάτων και την κρατάει σήμερα ο αδελφός τής Μαριάννας Κάλμπαρη (η μια αδελφή της, η Χριστίνα, είναι εικαστικός, η δεύτερη ψυχολόγος). Οι σπουδές Γαλλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας δεν της έφταναν. Είχε στραμμένο το βλέμμα στο Παρίσι. Οπου και βρέθηκε τελικά, στη Σορβόννη, στην Grande Ecole Επικοινωνίας για τον πρώτο χρόνο και στο Τμήμα Φιλολογίας με εξειδίκευση στην επικοινωνία στη συνέχεια.

Οι βραδιές στα θέατρα με τη γιαγιά της είχαν ήδη γράψει μέσα της. Κι ας μην ήθελαν ούτε να ακούσουν για καριέρα θεατρική στο σπίτι. Στο Παρίσι λοιπόν ξεκίνησε θεατρικά σεμινάρια, πήγε στη σχολή του Ανδρέα Βουτσινά, πρωτόπαιξε σε παραστάσεις. Ομως ήθελε να επιστρέψει στη μητρική της γλώσσα και αυτό την έφερε πίσω, στην Αθήνα, και στις εξετάσεις για τη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης (1993). Μεγάλο σχολείο, με συμμετοχή στη θεατρική δημιουργία – παραγωγή. Εκεί διδάσκει από το 2005 και θυμάται που από το α’ έτος μετείχε στον Χορό και στις «Τρωάδες» κατά Γιώργο Λαζάνη και στον «Πλούτο» κατά Μίμη Κουγιουμτζή (στην Επίδαυρο).

Αν κάναμε στάσεις στην καριέρα της, έκτοτε, θα ήταν όταν πρωτακούστηκε δικό της έργο, «Τα τρένα κοιμούνται τη νύχτα», σε σκηνοθεσία Φρόσως Λύτρα, στο Φεστιβάλ Τρίπολης του Νίκου Λαγκαδινού. Ή στο «Μια ανάσα ακόμη», έργο της που σκηνοθέτησε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού (επί Στάθη Λιβαθινού) με τη θεατρική παρέα της: Κατερίνα Λυπηρίδου, Νέστορα Κοψιδά και –τον σύζυγό της, πατέρα των δύο παιδιών της –Διαμαντή Καραναστάση. Ή στη σκηνοθετική πρωτιά της στο Τέχνης: «Ιστορίες για γαμοφοβικούς» το 2000. Και ακόμη στις όπερες, «έναν κόσμο μαγικό, απόγειο του θεάτρου» όπως λέει, «Η Κοκκινοσκουφίτσα και ο (καλός) λύκος» του Χαράλαμπου Γωγιού στις Ροές και «Ιούλιος Καίσαρ» του Χέντελ στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.

Φέτος, μεταφράζει για την παράσταση του Νίκου Μαστοράκη την «Επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» του Ζοέλ Πομερά και θα σκηνοθετήσει σε όπερα, από τον Σταμάτη Κραουνάκη (που έχει τα δικαιώματα), το «Βικτόρ ή Τα παιδιά στην εξουσία» του Ροζέ Βιτράκ.

Αν τη ρωτούσε κάποιος τι έχει σημασία σήμερα στα χωράφια τής «πιο δυνατής», θα απαντούσε δίχως περιστροφές: το Τέχνης λειτουργεί και δεν χρωστάει. Πάνω στον στόχο του, να γίνει χώρος συσπείρωσης παλαιότερων δυνάμεών του (πρόσφατο παράδειγμα ο Βασίλης Παπαβασιλείου, που επανέρχεται και με νέο έργο) αλλά και νέων που πιστεύουν στη δύναμη της συνεργασίας. Α, και η συνεργασία του Τέχνης και του Εθνικού στις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα από τον ερχόμενο Μάρτιο έως τον Ιανουάριο του 2018.