Τι χρώμα έχει το μετάλλιο; Κόκκινο ή μπλε; Και ο μεταλλιούχος; Μήπως κάτω από το εθνόσημο κρύβει μια λίθινη μενουμευρωπαϊκή καρδιά; Ή μήπως είναι άβουλος, απολιτίκ, εύκολη λεία για πολιτική εκμετάλλευση;

Η Κατερίνα Στεφανίδη δυσκόλεψε τον έλεγχο φρονημάτων. Στην αρχή ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ τη συνεχάρη αρμοδίως. Εστειλε μάλιστα ειδικά συγχαρητήρια και στη μητέρα της, προσφωνώντας τη «συντρόφισσα». Και να ήθελε να συγκρατηθεί, και να ήθελε να αποφύγει το μονομερές κομματικό outing, η χαρά του δεν θα τον άφηνε. Είχε διπλή χαρά γιατί η νίκη δεν ήταν μόνο εθνική. Ηταν νίκη «δική μας».

H Στεφανίδη έδειξε να αντιστέκεται στο συντροφικό κεφαλοκλείδωμα, όταν απάντησε στα συριζαϊκής προέλευσης σχόλια για τον Πύρρο Δήμα, σαν να ήταν η ίδια θιγμένη. Η κομματική εφημερίδα πήγε να απολογηθεί, αλλά κατέληξε να υποδεικνύει με διδακτισμό κομματικού ινστρούχτορα στην αθλήτρια να «διαβάζει» για να μην πέφτει, η αδαής, «θύμα εκμετάλλευσης».

Θα πει κανείς, και τι έγινε; Πάντα έτσι λειτουργούσαν οι δράκες της μιας ή της άλλης ορθοδοξίας. Μπορείς να βγάλεις το παιδί από την ΚΝΕ, αλλά ποτέ την ΚΝΕ μέσα από το παιδί.

Ομως, πριν ακόμη αυτή η κομματική κουλτούρα εξοπλιστεί με εξουσία, είχε καταφέρει να κατακτήσει τον δημόσιο λόγο. Είχε καταφέρει να τα κάνει «όλα πολιτικά». Δηλαδή να τα υποτάξει στη μεζούρα του εμφυλιακού μανιχαϊσμού.

Απόδειξη της επικράτησής της είναι ότι ακόμη και οι αντίπαλοί της βρίσκονται στην ανάγκη να απαντήσουν με τα ίδια μέσα. Η επιτυχία της Στεφανίδη δεν είναι μια αθλητική επιτυχία. Είναι η εκδίκηση της συκοφαντημένης αριστείας –που βεβαίως καλλιεργήθηκε στα ξένα πανεπιστήμια. Είναι ο θρίαμβος της ατομικής προσπάθειας, που απαντά στο δημοσιοϋπαλληλίκι των επιδοτούμενων μεταλλίων.

Ακόμη και οι υπερασπιστές της, βρέθηκαν να υπερασπίζονται τη Στεφανίδη ως αντι-ΣΥΡΙΖΑ πρότυπο. Πολιτική υπερφόρτωση απ’ την ανάποδη.

Ισως αυτό να είναι και το παράπλευρο κόστος της μεταρσίωσης των ολυμπιονικών σε εθνικά σύμβολα: αφού είναι εθνικοί, ανήκουν σε όλους. Αρα ο καθένας νιώθει ότι πάνω τους δικαιούται να προβάλλει τους ιδεασμούς του.

Το οξύμωρο είναι ότι αν έχει κάτι «εθνικό» η επιτυχία της Στεφανίδη είναι ότι φωτίζει τις εθνικές ανεπάρκειες. Δεν μπορεί να τη διεκδικήσει κανένα εγχώριο σύστημα –καμία ομοσπονδία, κανένα προπονητήριο ή κομματικό κατηχητήριο. Πέτυχε, επειδή δραπέτευσε από την Ελλάδα.

Η δυσκολία της πολιτικής να υποδεχτεί –κυριολεκτικά και συμβολικά –τη νέα φουρνιά ολυμπιονικών ίσως οφείλεται τελικά σε αυτό: ότι αυτοί οι αθλητές διακρίθηκαν επειδή κατάφεραν να αποδράσουν από τη νομοτέλεια της εθνικής αυτολύπησης. Διακρίθηκαν όχι επειδή, αλλά παρότι είναι Ελληνες.

Αν συμβολίζουν κάτι εθνικό είναι μάλλον ότι θυμίζουν εκείνο τον ξέμπαρκο στίχο του εθνικού ποιητή. Δεν είναι προϊόντα εθνικής καλλιέργειας. Είναι άνθη που κατά ιστορική παραδοξότητα φύτρωσαν «στο χάσμα π’ άνοιξε ο σεισμός».