Από όσο θυμάμαι, το φαινόμενο των καταλήψεων άρχισε να παίρνει διαστάσεις τη δεκαετία του 1970 στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη. Νεαροί οπαδοί ελευθεριακών δογμάτων, προσήλυτοι ανατολικών θρησκειών, αορίστως ανήσυχα παιδιά με απέχθεια για τον μικροαστικό κώδικα αξιών και συμπεριφοράς των γονιών τους καταλάμβαναν εγκαταλειμμένα κτίρια και δοκίμαζαν εκεί εναλλακτικούς τρόπους συμβίωσης, με ελεύθερες ερωτικές σχέσεις, πολυγονεϊκές οικογένειες, μελέτη του Μαρκούζε, αναβίωση κάποιων μορφών οικοτεχνίας ως απάντηση στον καταναλωτισμό κ.λπ. Υπήρχε πολλή απλυσιά, άφθονη χρήση ουσιών (που είναι βέβαια μια από τις χειρότερες εκδηλώσεις καταναλωτισμού) και κολοσσιαία αφέλεια, αλλά τουλάχιστον οι νέοι αυτοί ζούσαν χωρίς να προσπαθούν να επιβάλουν την παρουσία και τις ιδέες τους σε άλλους. Και προσωπικά έβρισκα τη χρησιμοποίηση ρημαγμένων κτιρίων για τέτοια κοινοβιακά πειράματα προτιμότερη από την κατεδάφισή τους για να ανεγερθούν εκεί γραφεία πολυεθνικών εταιρειών.

Στην Ελλάδα οι καταλήψεις αυτού του είδους έφτασαν όταν ήδη είχαν παρακμάσει στους τόπους καταγωγής τους. Αλλά σε αυτό δεν υπάρχει τίποτα ασυνήθιστο. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει ότι επισκιάστηκαν γρήγορα από άλλου είδους καταλήψεις, όπου στόχος δεν ήταν εγκαταλειμμένα κτίρια αλλά πανεπιστημιακές σχολές, έπειτα σχολικές μονάδες της μέσης εκπαίδευσης, αργότερα και κυβερνητικά κτίρια. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι στους υπό κατάληψη χώρους δεν δοκιμάζονταν εναλλακτικοί τρόποι λειτουργίας τους, μολονότι θα ήταν συναρπαστικό αν ένας δεκαεπτάχρονος Αλέξης Τσίπρας δίδασκε στους συμμαθητές του εναλλακτική γεωγραφία ή αν ένας συνδικαλιστής του υπουργείου Οικονομικών κατέστρωνε εναλλακτικά σχέδια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Αντί γι’ αυτό, η κατάληψη εμφανιζόταν ως μέσο πίεσης για την ικανοποίηση κάποιου αιτήματος που όσο φουριόζικα και αν διαδηλωνόταν ευνοούσε τη συνέχιση της πεπατημένης στο πνεύμα και τις μεθόδους του ιδρύματος.

Αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι ότι οι καταλήψεις αυτές απέκτησαν χαρακτήρα εθιμικού τελετουργικού. Δεν χρειάζονται κάποια έκτακτη αιτία για να συμβούν. Δεν είναι το αίτημα που γεννάει την κατάληψη, αλλά η κατάληψη που γεννάει το αίτημα. Ετσι εξηγείται το παράδοξο ότι οι καταληψίες δεν ενδιαφέρονται για την απήχηση των διαβημάτων τους. Θα νόμιζε κανείς ότι οι καταλήψεις, με τα πανό, τα μεγάφωνα, τις πορείες που τις συνοδεύουν, αποσκοπούν στην ευαισθητοποίηση του κοινού για τα αιτήματα των καταληψιών. Στην πραγματικότητα όμως όχι μόνο δεν ευαισθητοποιούν κανέναν, έτσι όπως γίνονται, αλλά και απευαισθητοποιούν πολλούς από τους ευαισθητοποιημένους. Αυτό αφήνει ωστόσο αδιάφορους τους καταληψίες. Δεν αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως μαχητική, αφυπνιστική πρωτοπορία. Λειτουργούν μάλλον σαν χρήστες ενός προγράμματος με προσομοίωση επαναστατικού αγώνα ή σαν συντελεστές ενός χάπενινγκ με σκοπό να προκαλέσει «το σύστημα», το οποίο ελάχιστα γνωρίζουν, αλλά του κολλούν ετικέτες κατάλληλες να διεγείρουν την περιφρόνησή τους, χωρίς πάντως να διανοούνται να παραιτηθούν από τα αγαθά του. Εξού και το γενναίο πλιάτσικο που επακολουθεί κατά κανόνα τις καταλήψεις.

Πριν από λίγα χρόνια ο Βασίλης Αλεξάκης σημείωνε σε ένα μυθιστόρημά του ως αξιοπερίεργο ότι οι εκκλησίες είναι τα μόνα οικοδομήματα στην Ελλάδα που δεν έχουν γεμίσει γκραφίτι. Καθώς όμως το μουντζούρωμα κτιρίων και μνημείων έχει καταντήσει ρουτίνα και δεν προκαλεί πια αρκετά, φαίνεται πως ήρθε και η σειρά των ναών. Υπάρχουν πολλοί λόγοι να τα βάλει κανείς με την ελληνική Εκκλησία, ιδίως αυτή που εκπροσωπεί ο Θεσσαλονίκης Ανθιμος ή ο Αιγιαλείας Αμβρόσιος. Αλλά κανένας τέτοιος λόγος δεν βρίσκεται πίσω από τις επιδρομές των αντιεξουσιαστών καταληψιών. Το μήνυμα είναι άλλο: «Λέμε «Οχι σύνορα», εννοούμε «Οχι όρια»». Δεν πρόκειται για ιδεολογική παρέμβαση αλλά για κλιμακωμένη έκφραση ενός τυφλού μηδενισμού.

Γύρω στο 1960 υπήρχε το φαινόμενο του τεντιμποϊσμού. Νεαροί που δυσανασχετούσαν με όλα, προπαντός με τον εαυτό τους, γιαούρτωναν ανύποπτους περαστικούς. Η βάρβαρη αστυνομία της εποχής τούς έπιανε, τους κούρευε γουλί και τους περιέφερε ατιμωτικά στους δρόμους με μια ταμπέλα στον λαιμό. Σκέφτομαι ότι οι τεντιμπόηδες ήταν άτυχοι. Αν υπήρχε τότε ο όρος «αντιεξουσιαστής», θα είχαν διαθέσιμο έναν ωραιότατο ιδεολογικό μανδύα για τον μηδενισμό τους και μάλιστα θα έβρισκαν πολιτική κάλυψη.