Δεν είναι πάντα εύκολο να παρακολουθήσει κανείς τον Νίκο Παππά. Αγανακτεί όταν ακούει να μιλούν για τα τηλεοπτικά κανάλια σαν να ήταν κομμωτήρια. Αλλά την ίδια στιγμή ζητάει για μια τηλεοπτική άδεια ό,τι θα αρκούσε και για άδεια κομμωτηρίου: σκέτο «πορτοφόλι».

Διαβεβαιώνει ότι με τη δημοπρασία που ετοιμάζει θα μοιραστούν μόνο συχνότητες. Δεν τον ενδιαφέρει, λέει, το περιεχόμενο των προγραμμάτων. Αλλά την ίδια στιγμή μπαίνει στον πειρασμό να επιπλήττει τα κανάλια για το πώς ιεραρχούν την ειδησεογραφική τους ύλη.

Δεν είναι βέβαια αυτές οι πιο σημαντικές από τις αντιφάσεις της αναδιαμόρφωσης του μιντιακού χώρου που προωθεί ο Παππάς. Απλώς, όσο πλησιάζει η ώρα του λογαριασμού, είναι δυσκολότερο να μακιγιαριστούν οι πραγματικές στοχεύσεις του «πλουραλισμού των τεσσάρων».

Είναι δύσκολο να κρύψει και ο ίδιος ο υπουργός την αμηχανία του για τα εμπόδια που συναντά το σχέδιό του. Δεν κρύβει, ας πούμε, τη φαγούρα του για τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος –τον οποίο τελευταία μνημονεύει κάθε φορά που μιλάει δημόσια. Πρόκειται για φαγούρα όχι άσχετη με την αγωνία του Παππά για τα ΜΜΕ.

Τίποτε στις τράπεζες δεν ξεφεύγει πια από τον έλεγχο των ξένων. Ακόμη και οι μικρές, όπως η Τράπεζα Αττικής, βρίσκονται διαρκώς υπό εξονυχιστική επιτήρηση. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία μόχλευσης νέων παικτών στον χώρο της ενημέρωσης.

Η κυβέρνηση του Παππά έχει κατηγορηθεί ότι αντιλαμβάνεται την ενημέρωση με όρους Μαρούδα. Οτι ζει ακόμη στην προδιαδικτυακή εποχή, που αρκούσε να κλειδώσεις τις συχνότητες για να ορίζεις ο ίδιος τη δημόσια σφαίρα. Τώρα φαίνεται ότι οι ιθύνοντες της νέας ενημέρωσης έχουν πέσει θύματα ενός ακόμη αναχρονισμού. Είναι κολλημένοι στην εποχή που η εγχώρια πολιτική διέβρεχε την τραπεζική αγορά. Σαν να μην έχουν αφομοιώσει ακόμη την ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση και τις συνέπειές της για το πολιτικό παιχνίδι, ιδίως σε μια χώρα οικονομικά εξαρτημένη.

Αυτή είναι τελικώς και η διαφορά του Ερντογάν από τα επίδοξα ερντογανίδια. Ο (αυθεντικός) Ερντογάν όχι μόνο έχει εδραίο λαϊκό έρεισμα. Μπορεί και να διαφεντεύει την επικράτειά του χωρίς να χρειάζεται να λογοδοτεί σε υπερεθνικούς θεσμούς. Σε SSM, Κομισιόν και ευρωπαϊκά δικαστήρια.

Η τύχη της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι ότι είναι θεσμικά πορώδης. Είναι πολύ ανοιχτή στην Ευρώπη για να την απειλήσουν με μόνιμες βλάβες εγχώριοι γυψαδόροι. Γι’ αυτό και οι φωνές αγωνίας μπορεί να αποδειχτούν υπερβολικές. Αυτό που τώρα εκτυλίσσεται σαν καθεστωτισμός, μπορεί σύντομα να αποδειχτεί κακοστημένη φάρσα.