Το τελευταίο θύμα της σκανδαλοθηρίας είναι ο σκανδαλοθήρας. Ακούγεται σαν κλισεδάκι. Αλλά σε κάθε κλισέ μένει πάντα ξεχασμένος ένας πυρήνας αλήθειας.

Το έζησαν προχθές οι βουλευτές της συμπολίτευσης. Είχαν προετοιμαστεί για να χρησιμοποιήσουν την παρουσία του διευθύνοντος συμβούλου της Εθνικής Τράπεζας στην Επιτροπή για τα δάνεια των κομμάτων και των ΜΜΕ προκειμένου να εξαπολύσουν ομοβροντία κατά της διαπλοκής. Και αίφνης βρέθηκαν να απολογούνται για την οφσόρ που έχει εμφιλοχωρήσει στη μετοχική σύνθεση της «Αυγής».

Το πόσο έτοιμη ήταν η συμπολίτευση να απαντήσει για τα του οίκου της φαίνεται από τη συνηγορία που προσπάθησε να αρθρώσει –ως ειδήμων, πρώην δημοσιογράφος –η βουλευτής Αννέτα Καββαδία. Η μετοχική σύνθεση, είπε, είχε διαμορφωθεί με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που έγινε με δημόσια εγγραφή. Δηλαδή; Επειδή η εγγραφή ήταν δημόσια μπορούσε να συμμετάσχει κάποιος χρηματοδότης που απέφυγε τη δημοσιότητα κρυπτόμενος πίσω από υπεράκτιο παραπέτασμα. Δηλαδή, η «Αυγή» είναι απλώς μια ανώνυμη εταιρεία. Και ως τέτοια δεν γνωρίζει ούτε ενδιαφέρεται να μάθει ποιος τη χρηματοδοτεί.

Το χρήμα δεν μυρίζει. Το είχε πει κι ο Μαρξ: Από τη γεύση του σταριού δεν μπορείς να πεις ποιος το έσπειρε. Ούτε από τη γραμμή της εφημερίδας του κόμματος μπορείς να πεις ποιος ποτίζει το κόμμα.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η βουλευτής Καββαδία αιφνιδιάστηκε. Οτι έδωσε μια αμήχανη απάντηση. Ομως δεν φταίει εκείνη. Από την εκ των υστέρων αντίδραση του κόμματος φάνηκε ότι ήταν εντός γραμμής. Και η γραμμή ήταν η υπεκφυγή διά του γνωστού βερμπαλισμού. Η «Αυγή» επιβεβαίωσε ότι δέχεται εξωχώριους επενδυτές χωρίς να αγωνιά για την ταυτότητά τους. Στην ουσία επιβεβαίωσε ότι δεν είναι έτοιμη για τη διαφάνεια που απαιτεί από τους άλλους.

Η Καββαδία αποτελεί προϊόν εκείνης της δημοσιογραφικής «σχολής» που θέλει τον συντάκτη να ταυτίζεται μέχρι ενσωματώσεως με τον πολιτικό χώρο που υποτίθεται ότι καλύπτει. Λόγω αυτής της σχέσης –αυτής της χαμηλής, συγγνωστής διαπλοκής –θα μπορούσε να πει κανείς ότι η βουλευτής λειτουργεί και σαν ζωντανή υπενθύμιση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προέκυψε σε πολιτικό κενό. Οτι ως παλιό μαγαζί ακολουθούσε όλες τις ομολογημένες και ανομολόγητες νόρμες της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Γι’ αυτό, ας πούμε, ο πρόεδρός του ζητούσε το 2010 να δανειοδοτηθεί το κόμμα του από την Εθνική με κριτήρια που δεν θα ήταν «αυστηρά χρηματοοικονομικά».

Τώρα φαίνεται ότι αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται ως ηθικό του πλεονέκτημα ήταν αντιστρόφως ανάλογο προς την πολιτική του ισχύ. Τώρα φαίνεται ότι η διαφορά του από τα κόμματα που καταγγέλλει ως παλιό σύστημα ήταν απλώς διαφορά κλίμακας.