Πριν από μερικές ημέρες η Τζίπι Λίβνι, κάποτε υποψήφια πρωθυπουργός του Ισραήλ, δήλωσε ότι οι συμπολίτες της πρέπει να αποφασίσουν για το μέλλον της χώρας τους. Θέλουν δύο κράτη; Ή θέλουν ένα κράτος με οικισμούς στα κατεχόμενα; Η απάντηση φυσικά δεν θα μπορούσε να δοθεί παρά με ένα «ιστορικό δημοψήφισμα». Κάπως έτσι η Λίβνι έκανε ένα μικρό comeback στην κεντρική πολιτική σκηνή. Και κάπως έτσι το Ισραήλ μπήκε στον χάρτη των πιθανών δημοψηφισμάτων.

Είναι σαν μια μόδα να το έσκασε από τα πολιτικά εργαστήρια της Ευρώπης για να εξαπλωθεί στη μοναδική δημοκρατία της Μέσης Ανατολής. Αλλά με τις μόδες στην πολιτική πρέπει να είναι επιφυλακτικός κανείς. Το χαρακτηριστικό αυτής της μόδας δεν είναι η σύνθεση αλλά η διαίρεση. Ενώ αυτό που αποτυπώνει ένα δημοψήφισμα, όσο ιστορικό φορτίο κι αν κουβαλά, είναι η στιγμιαία διάθεση μιας γενιάς που στην πραγματικότητα αποφασίζει με δεσμευτικό τρόπο για τις επόμενες. Κι έπειτα, η συμμετοχή σε ένα δημοψήφισμα είναι σπάνια καθολική –δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για ένα vox populi, αλλά για κάτι πολύ λιγότερο από αυτό.

Το βασικό πρόβλημα, όμως, είναι ότι στα δημοψηφίσματα δεν συγκρούονται δυο λογικές αλλά δυο συναισθήματα –και τα συναισθήματα δεν ανταποκρίνονται πάντα στην πραγματικότητα. Στο ελληνικό δημοψήφισμα του περασμένου καλοκαιριού συγκρούστηκε μια ψεύτικη ελπίδα με τον υπαρκτό φόβο του Grexit. Ακόμη χειρότερα, στη Βρετανία συγκρούονται δυο φόβοι: ο ψεύτικος φόβος για τους μετανάστες που υποτίθεται ότι απομυζούν το βρετανικό κράτος με τον υπαρκτό φόβο της απομόνωσης από τον υπόλοιπο κόσμο και των επιπτώσεων στην οικονομία της χώρας. Ακόμη κι αν πάψουν να είναι μόδα, τα δημοψηφίσματα θα είναι πάντα ένας δημοκρατικός πειρασμός. Αλλά στις δημοκρατίες θα είναι πάντα επικίνδυνο να παίζει κανείς με τους συλλογικούς φόβους.