Η ερώτηση απευθυνόταν σε παράγοντα της αντιπολίτευσης. Σε εκείνον που με μεγάλη αυτοπεποίθηση προέβλεπε ότι ο Τσίπρας, παρότι κέρδισε χρόνο με το κλείσιμο της αξιολόγησης, δεν πρόκειται να μακροημερεύσει στην εξουσία.

–Γιατί το λέτε αυτό; Μπροστά του δεν έχει τίποτα. Δεν έχει δημοτικές ή προεδρικές. Και η Κοινοβουλευτική του Ομάδα είναι μπετόν. Πώς θα πέσει;

Η απάντηση ήρθε χωρίς πολλή σκέψη: «Μην εκπλαγείς», είπε ο πολιτικός στον συνομιλητή του, «αν τον δεις να πέφτει από κάποιο σκάνδαλο».

Ο χρησμός δεν βασιζόταν σε κάποια ιδιαίτερη πληροφόρηση για τα άπλυτα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Βασιζόταν στην εκτίμηση ότι η ατζέντα της κάθαρσης στο τέλος γυρίζει μπούμερανγκ για όσους την επιλέγουν ως σημαία. Είναι ένας κανόνας που έδειξε την ισχύ του στις διαστάσεις που πήρε για την κυβέρνηση το θέμα των οφσόρ.

Η συμπολίτευση, που μόλις είχε μείνει αρραγής υπό το βάρος των φόρων, του Ασφαλιστικού και του υπερταμείου, κλυδωνίστηκε άσχημα από μια ρύθμιση που ψηφίστηκε απαρατήρητη. Από μια ρύθμιση που χαλάρωνε αναδρομικά την απαγόρευση συμμετοχής των πολιτικών προσώπων σε εξωχώριες εταιρείες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ της εισαγγελικής καταγγελίας εμφανιζόταν έτσι να διευθετεί σκοτεινές εκκρεμότητες. Δεν υπήρχε ζεστή κάννη –στοιχεία για το ποιος προσωπικά ωφελούνταν. Ομως, το κεντρί της ηθικολογίας είχε τσιμπήσει τον φορέα του.

Νομοθετικά τέρατα

Ο τρόπος που η κυβέρνηση επέλεξε να αντιδράσει επιβεβαίωσε έναν δεύτερο κανόνα. Οτι το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όποτε νομοθετεί υπό πίεση, γεννά τέρατα. Η τροπολογία με την οποία η κυβέρνηση προσπάθησε να δραπετεύσει από το πολιτικό κόστος της πρώτης ρύθμισης ήταν πολύ χειρότερη από εκείνη που φιλοδοξούσε να διορθώσει –και μάλιστα χωρίς να αίρει τις αναδρομικές ευεργετικές της συνέπειες για όσους πολιτικούς τυχόν αποκαλυφθεί ότι είχαν εξωχώριες εταιρείες σε «φορολογικά συνεργαζόμενα» κράτη.

Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είναι η πρώτη που υποκύπτει στον ηθικό πανικό. Τον Σεπτέμβριο 2004, στην πρώτη κρίση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Καραμανλή, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης εξωθούνταν σε παραίτηση από την κυβέρνηση των «σεμνών και ταπεινών». Ο λόγος ήταν ότι ο υιός του είχε χαριστικά μετεγγραφεί από το Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Πάντειο. Πώς είχε επιχειρήσει τότε η κυβέρνηση να διατηρήσει το «ηθικό πλεονέκτημα»; Απαγορεύοντας καθολικώς τις μετεγγραφές στα πανεπιστήμια –πλην εξαιρέσεων για σοβαρούς λόγους υγείας.

Το περιστατικό δεν είναι βέβαια το πιο σημαντικό. Είναι όμως ενδεικτικό των αντανακλαστικών της πολιτικής τάξης όταν έρχεται αντιμέτωπη με κατηγορίες περί αδιαφάνειας ή νεποτισμού.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ιστορία του βασικού μετόχου που, πριν καταλήξει καυτή πατάτα στα χέρια της νεοκαραμανλικής διακυβέρνησης, είχε αποκτήσει συνταγματική περιωπή με τη συναίνεση των δύο τότε μεγάλων κομμάτων. Η πολιτική τάξη είχε σε αυτή την περίπτωση αγνοήσει τις προειδοποιήσεις για το ατελέσφορο της ρύθμισης –που απαγόρευε στους μετόχους εταιρειών ΜΜΕ να είναι ταυτόχρονα και μέτοχοι σε εταιρείες που έχουν συναλλαγές με το Δημόσιο –και για τον κίνδυνο πρόσκρουσής της στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Με φόρα από τον Μπαϊρακτάρη, η κυβέρνηση ετοίμασε έναν νόμο που κατέστη ανενεργός πριν καν δοκιμαστεί στα δικαστήρια.

Ναπάλμ αντί για νυστέρι

Κάτι ανάλογο δεν αποκλείεται να συμβεί και τώρα. Η κυβέρνηση για ένα πρόβλημα που χρειαζόταν νυστέρι χρησιμοποίησε ναπάλμ. «Εχουν άραγε καταλάβει τι ψήφισαν; Δεν επιτρέπεται πια κανείς τους να έχει μετοχές ή αμοιβαία στο εξωτερικό. Δεν επιτρέπεται ούτε στους γονείς τους ούτε στα παιδιά τους ούτε καν στους εν διαστάσει συζύγους» λέει πηγή με μεγάλη νομοπαρασκευαστική εμπειρία. Αν εφαρμοστεί ως έχει η τροπολογία θα αναγκάσει και ορισμένα από τα πιο προβεβλημένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να ρευστοποιήσουν τις επενδύσεις που –σύμφωνα με τα πόθεν έσχες τους –διατηρούν στο εξωτερικό εντός της προθεσμίας των εξήντα ημερών. Σε διαφορετική περίπτωση θα αντιμετωπίσουν ποινές διετούς φυλάκισης και πρόστιμα έως μισό εκατομμύριο ευρώ.

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, τέτοιου είδους ποινικοποίηση, με ιδιώνυμα αδικήματα για τα πολιτικά πρόσωπα και τους δημόσιους λειτουργούς, ικανοποιεί μόνο την τιμωρητική παρόρμηση της στιγμής, χωρίς να συμβάλλει στη διαφάνεια. «Θα αρκούσε», όπως επισημαίνεται, «μια ενίσχυση του πόθεν έσχες. Θα αρκούσε, ας πούμε, ένας κανόνας που θα έλεγε πως ό,τι δεν δηλώνεται αυτοδικαίως περιέρχεται στην κυριότητα του Δημοσίου. Και εκείνος που δεν το δήλωσε εκπίπτει από το αξίωμά του».

Υπό το ίδιο καθεστώς επείγουσας πολιτικής ανάγκης είχε θεσπιστεί, επί Καστανίδη στο υπουργείο Δικαιοσύνης, και το ιδιώνυμο αδίκημα για τις εξωχώριες εταιρείες το 2010 –το αδίκημα που επιχείρησε σε πρώτη φάση να χαλαρώσει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Οπως θυμάται παράγοντας της κυβέρνησης Παπανδρέου, τότε «ψάχναμε αντίβαρα στο πολιτικό κόστος των πρώτων μέτρων. Επρεπε να δείξουμε ότι και το πολιτικό σύστημα αυτοπεριορίζεται και πληρώνει».

Το νόμιμο και το «υπερβολικό»

Το σκεπτικό κατά της ποινικοποίησης βασίζεται στη διαπίστωση ότι ο πολιτικός που συλλαμβάνεται να φοροαποφεύγει θα υποστεί ούτως ή άλλως τις πολιτικές συνέπειες της πράξης του. Υπενθυμίζεται σχετικά η εμβληματική περίπτωση του Γιώργου Βουλγαράκη, που είχε παραδεχτεί δημοσίως ότι κατείχε ακίνητα μέσω υπεράκτιων εταιρειών, προκειμένου να αποφεύγει έτσι την υψηλή φορολογία. Εκείνη η ομολογία του σήμανε και την αρχή του εξοστρακισμού του από την πολιτική –χωρίς να χρειαστεί να μεσολαβήσει καμία ελεγκτική Αρχή και κανένα δικαστήριο.

Το επιχείρημα που αναπτύσσουν αυτοί που επικαλούνται το παράδειγμα Βουλγαράκη είναι ότι το πολιτικό κόστος τιμωρεί χωρίς να χρειάζεται να εξοπλιστεί με δρακόντειες ρυθμίσεις. Το αντίθετο δηλαδή από αυτό που επιχειρεί η ρύθμιση που ψηφίστηκε την περασμένη Πέμπτη από τη Βουλή, η οποία περιορίζει αθέμιτα την ελευθερία συμμετοχής στην οικονομική ζωή και γι’ αυτό, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, αντίκειται θεμελιωδώς και στο Σύνταγμα και στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός που την εισηγήθηκε αναγνώρισε ότι είναι «υπερβολική». Κι ωστόσο υπερψηφίστηκε όχι μόνο από τη συμπολίτευση, αλλά και από το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και Το Ποτάμι υπό την ηχηρή απουσία της Νέας Δημοκρατίας.

Ηθικό βραχυκύκλωμα

Η εικόνα στη Βουλή ήταν για κάποιους η απόδειξη ότι η κυβέρνηση είναι ακόμη σε θέση να βραχυκυκλώνει τους αντιπάλους της όταν η συζήτηση έρχεται σε θέματα ηθικής.

Ως αποτέλεσμα βραχυκυκλώματος ερμηνεύεται και η αποχή της Νέας Δημοκρατίας από τη συζήτηση στη Βουλή. Η αξιωματική αντιπολίτευση αντιμετώπισε το εξής δίλημμα: Είτε να ψηφίσει την τροπολογία, παρότι την αναγνώριζε ως πυροτέχνημα (όπως έκανε η υπόλοιπη αντιπολίτευση που κατέληξε να υπερψηφίζει αυτό που στη συζήτηση είχε καταγγείλει). Είτε να καταψηφίσει αναλαμβάνοντας το ρίσκο να εκτεθεί στα πυρά του ΣΥΡΙΖΑ ότι εμποδίζει τη θέσπιση αυστηρών κανόνων για τη διαφάνεια επειδή κάτι έχει να κρύψει.

Στο τέλος η ΝΔ επέλεξε να μην εμπλακεί σε μια αντιπαράθεση από την οποία, σε επίπεδο εντυπώσεων, η κυβέρνηση έβγαινε μονά – ζυγά κερδισμένη. Το ερώτημα είναι για πόσο ακόμη ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορεί να συντηρεί το κλίμα ενοχοποίησης των πολιτικών του αντιπάλων. Πόσο μακριά μπορεί να τον πάει η ατζέντα της εισαγγελικής καταγγελίας;

Σύμφωνα με μια εκτίμηση, όχι πολύ μακριά. Οχι μόνο γιατί τα κηρύγματα περί κάθαρσης σε λίγο δεν θα είναι ικανά να εξισορροπήσουν το πολιτικό κόστος από τον «πόνο» που θα αρχίσει να γίνεται αισθητός στην πραγματική οικονομία. Αλλά κι επειδή, όπως έδειξε η ιστορία με τις οφσόρ, το πολιτικό κεφάλαιο που η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ως ηθικό πλεονέκτημα μόνο απρόσβλητο δεν είναι. Η προσπάθεια να υπερακοντίσει τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης μπορεί να έσωσε κάπως τις εντυπώσεις. Αλλά το στίγμα ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιχείρησαν ένα κάποιο «ξέπλυμα» έμεινε. Μένει να αποδειχθεί αν ευσταθεί και ο κανόνας ότι τα σκάνδαλα εκδικούνται τους σκανδαλοθήρες.