«Megaλη μας σκασίλα». «Κλείστε το να τελειώνουμε. Eχουμε και ίντερνετ». «Ηταν καλό κανάλι δεν είχε δώσει δικαιώματα στη γειτονιά». «Ημέρα πένθους για τον Γκέμπελς». «Aντε τώρα να πέρνουν σειρά και οι υπόλοιποι». «Αν πάμε για πλιάτσικο, θέλω δυο ηχεία και μια κονσόλα». «ΡΕ ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΔΩ ΚΟΠΡΙΤΕΣ!!!». «Ναπαναγαμηθείτε».«Κακό Ψόφο!».

Στο Ιντερνετ ισχύει πάντα ο νόμος του Γκόντγουιν: Οσο περισσότερο τραβάει μια διαδικτυακή συζήτηση τόσο πιθανότερο είναι ότι θα εμφανιστεί κάποιος που θα αρχίσει να κάνει παραλληλισμούς με τον Χίτλερ και τους Ναζί.

Προσαρμοσμένος στον ελληνικό κυβερνοχώρο, ο νόμος ισχύει ως εξής: σε όλες τις –ας πούμε –πολιτικές συζητήσεις στα κοινωνικά δίκτυα έρχεται η στιγμή που κάποιος θα φωνάξει «psofos!».

Ετσι ήταν μοιραίο να συμβεί και με την πλημμυρίδα χολής που προκάλεσε η είδηση ότι το Mega Channel αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο διακοπής της λειτουργίας του. Η γκάμα είχε απ’ όλα. Από χαιρέκακους πανηγυρισμούς μέχρι ύβρεις και προσωπικές επιθέσεις κατά των γνωστότερων από τους δημοσιογράφους του καναλιού. Αυτές οι αντιδράσεις δεν ήταν βέβαια έκπληξη. Το αντίθετο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έκπληξη ήταν οι –μειοψηφικές –δηλώσεις συμπαράστασης προς τους εργαζομένους. Εκπληξη γιατί δεν απευθύνονταν σε «κανονικούς» εργαζομένους. Απευθύνονταν σε εκείνη την ειδική, στοχοποιημένη και κατασυκοφαντημένη κατηγορία των ανθρώπων που εργάζονται στα «συστημικά» ΜΜΕ.

Οχι. Ο οχετός μίσους κατά του Mega δεν ήταν έκπληξη. Ηταν η κατάληξη ενός ρεύματος που γιγαντώθηκε στην κρίση και που δεν αφορά μόνο το Mega. Του ρεύματος συντριπτικής απονομιμοποίησης όλων των εξουσιών που συμπαρέσυρε και τα media, τα οποία θεωρήθηκαν εξίσου υπεύθυνα με το πολιτικό σύστημα για τη χρεοκοπία της χώρας.

Η πέμπτη εξουσία

Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Μπορεί εδώ να παροξύνθηκε με την κρίση, αλλά έχει εκδηλωθεί και σε άλλες δυτικές δημοκρατίες στις οποίες δεν υπάρχει η ίδια οικονομική συνθήκη. Υπάρχει όμως μίσος για ό,τι θεωρείται «σύστημα». Μίσος για τα παλαιά κόμματα. Μίσος για τα media.

Παντού, όπως κι εδώ, τα Μέσα θεωρήθηκαν υπεύθυνα επειδή δεν κατόρθωσαν να προβλέψουν την οικονομική κρίση. Κι επειδή επέτρεψαν την ταύτισή τους με τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ.

Παντού, όπως κι εδώ, η υπονόμευση των παραδοσιακών ΜΜΕ ήταν σύστοιχη με την ανάδυση μιας νέας δημόσιας σφαίρας. Της σφαίρας των κοινωνικών δικτύων. Μιας νεαρής εξουσίας που απέκτησε ασύμμετρη ισχύ δίπλα στις άλλες. Της πέμπτης εξουσίας.

Η πέμπτη εξουσία του Ιντερνετ έχει αποδείξει ότι μπορεί να λειτουργεί σε άμιλλα με την τέταρτη. Ο,τι λέγεται στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, ό,τι γράφεται στις εφημερίδες υποβάλλεται ακαριαία σε ανελέητο έλεγχο. Οι δημοσιογράφοι πια δουλεύουν με την επίγνωση ότι τους παρατηρεί το άγρυπνο μάτι του κυβερνοπλήθους.

Ομως, η μάχη είναι άνιση. Η πέμπτη εξουσία μόνο ελέγχει. Δεν ελέγχεται. Δεν υπακούει σε καμία αρχισυνταξία. Καμία δεοντολογία. Κανένα καθήκον αληθείας. Κανένα νόμο. Οσο το μέσο εξαπλώνεται τόσο η κριτική γίνεται εξαίρεση και το κράξιμο γίνεται ο κανόνας. Αυτό που οι ιεροκήρυκες της διαδικτυακής δημοκρατίας φαντάζονταν ως εκδημοκρατισμό της δημόσιας ζωής έχει εξελιχθεί σε επικράτεια του συναισθήματος και των ενστίκτων. Σε αρένα.

Το βλέπει κανείς στον κανιβαλισμό του Mega. Το έβλεπε και πιο πριν κάθε φορά που ένα δημόσιο πρόσωπο –δημοσιογράφος ή μη –δεχόταν ψηφιακό λιντσάρισμα. Τα Μέσα πάντα ήταν ο πρώτος στόχος.

Βοθροκαναλισμός

Το κυρίαρχο αφήγημα στο οποίο βασίστηκε η στοχοποίησή τους ήταν ότι τα «συστημικά» media είχαν λειτουργήσει ως μοχλοί για την επιβολή του Μνημονίου. Ηταν μηχανισμοί προπαγάνδας. Πρόκειται για μια άποψη που παραγνωρίζει τον εσωτερικό πλουραλισμό που διέπει τα προγράμματα των μεγάλων ιδιωτικών καναλιών.

Το Mega, ο ΑNT1, ο Σκάι δεν ήταν μονόχρωμα κανάλια της μιας γραμμής. Ο τηλεοπτικός τους χρόνος μοιραζόταν, όχι μόνο επειδή τα υποχρεώνει ο νόμος. Αλλά επειδή η φύση του Μέσου τού επιβάλλει να λειτουργεί ως δίαυλος της μαζικής κουλτούρας. Να φιλοξενεί και να κολακεύει την πιο «δημοφιλή», την πιο «εμπορική» άποψη για τα πράγματα.

Eτσι οι πρωινές ζώνες των καναλιών εξελίχθηκαν σε εκκολαπτήρια του μετέπειτα Υπουργικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ. Θα υπήρχε Βαρουφάκης αν δεν υπήρχε Παπαδάκης; Θα ήταν υπουργός ο Κουρουμπλής αν δεν υπήρχε ο Αυτιάς; Θυμάται κανείς ποιο βήμα χρησιμοποιούσε ο Πάνος Καμμένος και τα στελέχη του –πρώην και νυν; Πώς γνώρισε το Πανελλήνιο τα νέα πολιτικά ταλέντα, όπως τη Ραχήλ Μακρή και τις θεωρίες της για το δημόσιο χρέος; Θυμάται κανείς ότι ο Κατρούγκαλος συστήθηκε στο μεγάλο κοινό μέσα από μια εκπομπή του Πρετεντέρη; Για να μη μιλήσει κανείς για τον Alpha του Λάκη Λαζόπουλου.

Εκ των υστέρων φαίνεται ότι τα κανάλια που καταγγέλλονται ως συστημικά ήταν δημοκρατικώς ευάλωτα στην υπονόμευσή τους. Ανοίγοντας τα παράθυρά τους στην αγανάκτηση που πουλούσε. Δηλαδή σε αυτούς που έχτιζαν πολιτικές καριέρες αναθεματίζοντάς τα. Η επιθετικότητα αυτή είχε φθάσει μάλιστα να γίνει και σκηνική μέθοδος, με τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ να στήνουν τηλεοπτικούς καβγάδες, πετώντας ενίοτε με ιερή αγανάκτηση τα μικρόφωνα που τους είχαν ανοίξει οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί.

Αυτή η συμπεριφορά τροφοδοτούνταν και ταυτόχρονα τροφοδοτούσε την αρένα των κοινωνικών δικτύων. Κάθε θεατρινισμός που καταπατούσε τους κανόνες του τηλεοπτικού διαλόγου αναπαραγόταν ως ανδραγαθία διά του YouTube. Και κάθε ανάθεμα που εξαπλωνόταν σαν ιός στο Διαδίκτυο, μεταφερόταν στα τηλεπαράθυρα από τους πολιτευτές του αντισυστημικού τόξου. Του διακομματικού τόξου των «βορθοκαναλιστών» –αφού τον όρο «βοθροκάναλα» χρησιμοποιεί με την ίδια ζέση και την ίδια άνεση όλο το φάσμα, από τον Πολάκη μέχρι τον Κασιδιάρη.

Ο εμφύλιος

Το συμπέρασμα είναι ότι τα Μέσα έχουν καταλήξει περισσότερο να διαμορφώνονται από την κοινή γνώμη, παρά να τη διαμορφώνουν. Κι αυτό είναι κάτι που φαίνεται να συμβαίνει σε όλες τις φιλελεύθερες, ψηφιακές δημοκρατίες: όσοι τις αμφισβητούν χρησιμοποιούν τα Μέσα τους για να τις υποσκάψουν –και κυρίως τα νέα Μέσα. Θα ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς την άνοδο του Τραμπ στις ΗΠΑ ή την εξάπλωση του ευρωσκεπτικιστικού λαϊκισμού αν δεν είχε μεσολαβήσει η επώασή τους στην ψηφιακή σφαίρα.

Και πάλι, όμως, η ελληνική ιδιαιτέροτητα είναι καθοριστική. Εδώ η μιντιοφαγία δεν προερχόταν μόνο από εκείνους που τη χρησιμοποιούν ψηφοθηρικά. Βοηθήθηκε και από έναν δημοσιογραφικό εμφύλιο. Εμφύλιο μεταξύ των media, ορισμένα από τα οποία έχουν καταστήσει τη σκανδαλολογία για τα Μέσα βασικό συστατικό του προϊόντος τους –πουλώντας τη δαιμονοποίηση των ανταγωνιστών τους. Αλλά και εμφύλιο μεταξύ των ίδιων των δημοσιογράφων, με τη συνδικαλιστική τους ένωση να μεσολαβεί όχι «ειρηνευτικά» αλλά ως βραχίονας υπέρ της μίας πλευράς.

Οι «δίκες της ΕΣΗΕΑ» για το περσινό δημοψήφισμα είναι το κορυφαίο επεισόδιο αυτού του εμφυλίου. Εκεί το σωματείο των δημοσιογράφων, βασισμένο σε καταγγελίες που μοιάζουν γραμμένες για τα social media, εμφανίστηκε να εγκαλεί μέλη του των ηλεκτρονικών μέσων που υποστήριξαν ανοιχτά το Ναι στο δημοψήφισμα, τιμωρώντας τους εν τέλει για αθέμιτη προπαγάνδα. Υπό το φως όσων ακολουθούσαν, θα μπορούσε κανείς να πει ότι εφαρμόστηκε η δεοντολογία της αυταπάτης: όσοι την εξέθρεψαν τιμώρησαν εκείνους που «προπαγάνδιζαν» τη διάλυσή της.

Η τέλεια καταιγίδα

Αυτό το πολιτικό κλίμα εκμεταλλεύεται η κυβέρνηση για να προωθήσει την επαναχάραξη του τοπίου της ενημέρωσης. Τα κίνητρα αυτής της επαναχάραξης αποκαλύπτονται από μόνη την επιβολή κλειστού αριθμού αδειών.

Από τη σκοπιά της κυβερνητικής ιδιοτέλειας, η εμμονή με τα Μέσα έχει βεβαίως λογική. Μη έχοντας άλλες δεξαμενές πολιτικού κεφαλαίου, η κυβέρνηση αντλεί από τη δεξαμενή του μίσους. Επιλέγει έναν εχθρό –τις επιχειρήσεις Τύπου –εξασθενημένο όχι μόνο από την οικονομική κρίση, αλλά και από μια παγκόσμια κρίση νομιμοποίησης, με άγριες τοπικές ιδιαιτερότητες. Η –πρόωρη, όπως αποδείχτηκε –σκύλευση του Mega και των δημοσιογράφων του είναι το ύφος της εποχής. Και ίσως μια πρόγευση από αυτά που έρχονται.