Η ώρα ενός ακόμα κρίσιμου Eurogroup ζυγώνει. Οσο περνά ο καιρός όμως και έρχεται πιο κοντά η ώρα της αλήθειας για τον αυτόματο κόφτη, το νέο πακέτο μέτρων, το χρέος και τη δόση τόσο οι προσδοκίες για βαθιά ανάσα στην ελληνική οικονομία χαμηλώνουν.
Η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει να καταθέσει σήμερα στη Βουλή το νομοσχέδιο με τα μέτρα των 1,8 δισ. ευρώ από έμμεσους φόρους αλλά και τις διατάξεις αναφορικά με το Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων και τα κόκκινα δάνεια. Στο νομοσχέδιο, σύμφωνα με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς και τις απαιτήσεις των δανειστών, θα περιλαμβάνονταν και οι διατάξεις σχετικά με τον μηχανισμό αυτόματων περικοπών, σε περίπτωση δημοσιονομικών αποκλίσεων τα επόμενα χρόνια, τον περιβόητο κόφτη.
Οι τεχνικές συζητήσεις όμως για το συγκεκριμένο θέμα βρίσκονταν έως και χθες το βράδυ σε εξέλιξη, όπως ανέφεραν καλά πληροφορημένες πηγές, και η συμφωνία για τον μηχανισμό αυτόματων δημοσιονομικών διορθώσεων, την οποία παρουσίαζε κλεισμένη τις προηγούμενες ημέρες η κυβέρνηση, δεν είχε ακόμα επιτευχθεί. Ο κόφτης αποδεικνύεται πολύ σκληρός για να συμφωνηθεί και σχεδιάζεται τώρα να προστεθεί υπό μορφή τροπολογίας στον βασικό κορμό του νομοσχεδίου τις επόμενες ημέρες.

Νωρίτερα, ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντεϊσελμπλούμ είχε φροντίσει να στείλει μήνυμα μειωμένων προσδοκιών. «Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι θα βρεθεί συμφωνία με την Ελλάδα στις 24 Μαΐου» δήλωσε στην ολλανδική τηλεόραση προσθέτοντας ότι «υπάρχουν ορισμένα δύσκολα σημεία».

ΘΟΛΟ ΤΟΠΙΟ. Στις Βρυξέλλες, την ίδια ώρα, κοινοτικές πηγές ανέφεραν ότι είναι δύσκολο αλλά όχι αδύνατο στο Eurogroup της 24ης Μαΐου να επιτευχθεί μια συνολική συμφωνία που θα περιλαμβάνει το βασικό πακέτο μέτρων μαζί με τα προληπτικά μέτρα και την πολιτική συμφωνία για το χρέος, ενώ θολό παραμένει το τοπίο αναφορικά και με το ύψος της δόσης που θα συνοδεύει την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Σε αντιδιαστολή με την εκτίμηση αξιωματούχου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την περασμένη Παρασκευή, με την οποία φωτογράφιζε εκταμίευση δόσης άνω των 10 δισ. ευρώ, χθες οι διατυπώσεις έτερου ευρωπαίου αξιωματούχου ήταν τουλάχιστον πιο μετρημένες. Απαντώντας σε ερώτηση εάν η δόση θα κυμαίνεται μεταξύ 9 και 11 δισ. ευρώ, σημείωσε ότι «θα είναι τόση ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες των επόμενων μηνών, αλλά δεν θα καταργεί το σύστημα των τριμηνιαίων αξιολογήσεων».
Οι ανάγκες των επόμενων μηνών, εάν περιοριστούν αυστηρά σε όρους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, διαμορφώνονται σε 5,7 δισ. ευρώ έως τον Οκτώβριο, οπότε –θεωρητικά –θα έχει ολοκληρωθεί η επόμενη αξιολόγηση.
Ολες οι εμπλεκόμενες πλευρές, όμως, συμφωνούν ότι για να δοθεί ανάσα στην ελληνική οικονομία και να μη βαθύνει κι άλλο η ύφεση (1,3% το πρώτο τρίμηνο όταν ο στόχος είναι συγκράτηση της ύφεσης στο 0,7% σε ετήσια βάση), θα πρέπει να εκταμιευθεί και ένα σημαντικό ποσό για την εξόφληση μεγάλου μέρους των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του που ξεπερνούν πλέον τα 6,5 δισ. ευρώ.
Με βάση τη συμφωνία του περασμένου Ιουλίου και το πρόγραμμα τριμηνιαίων εκταμιεύσεων στη βάση αντίστοιχων αξιολογήσεων, μόνο για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων θα είχαν εισρεύσει στην ελληνική οικονομία 5,1 δισ. ευρώ. Χώρια οι δόσεις για την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών που ανεβάζουν τον λογαριασμό σε περισσότερα από 15 δισ. ευρώ από τον περσινό Οκτώβριο έως τον φετινό, όταν είναι πιθανό (αλλά αμφίβολο) να ολοκληρωθεί η επόμενη αξιολόγηση. Ακόμα δεν έχει κλείσει η πρώτη.

Συνολικά, λοιπόν, αν οι αξιολογήσεις ολοκληρώνονταν στην ώρα τους, μέσα σε δώδεκα μήνες η ελληνική οικονομία θα πορευόταν διαφορετικά με 20 δισ. ευρώ εισροών δανειακών κεφαλαίων. Αντ’ αυτού, ακόμα τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο.

Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΔΝΤ. Σε ένα άλλο παράλληλο επίπεδο, άλλωστε, με πολύ ισχυρούς παίκτες στο τραπέζι του χρέους, χθες μέσω της «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» διέρρευσε μια πολύ «επιθετική» –όπως τη χαρακτήριζαν κοινοτικές πηγές –πρόταση για τη διευθέτηση του χρέους.
Το ΔΝΤ φέρεται να εισηγείται σταθεροποίηση των επιτοκίων στο 1,5% για τα επόμενα 30 με 40 χρόνια και περίοδο χάριτος στις πληρωμές τόκων και κεφαλαίου από την Ελλάδα έως το 2040. Η πρόταση αυτή, όπως προκύπτει από τοποθετήσεις ευρωπαίων αξιωματούχων, κάθε άλλο παρά θερμής υποδοχής έτυχε. «Θα είναι δύσκολο να υιοθετηθεί από την ευρωζώνη καθώς θα επέφερε κόστος στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και θα είχε στοιχεία νομισματικών μεταβιβάσεων, οι οποίες απαγορεύονται από τις συνθήκες της ΕΕ».

Αλλη πηγή, πιο ανοιχτά, εξηγούσε ότι σταθερά επιτόκια 1,5% σε περίπτωση αύξησης των επιτοκίων τα επόμενα χρόνια θα ήταν «σαν οι Ευρωπαίοι να χρηματοδοτούν τον προϋπολογισμό της Ελλάδας». Το πόκερ συνεχίζεται.