«Ποιος άραγε θα μιλήσει για μας; Υπάρχει «αφηγητής»; «Αυτός» κι όχι ο «πρωταγωνιστής» μπορεί να πει την ιστορία της γενιάς μας. «Αυτός», όχι εμείς». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Μίμη Ανδρουλάκη, ηγετικό στέλεχος του Αντιδικτατορικού Φοιτητικού Κινήματος (ΑΦΚ) και περιέχονται στο βιβλίο «Το Πολυτεχνείο ζει; Ονειρα – μύθοι – αλήθειες», που εκδόθηκε σε επιμέλεια του Δημήτρη Παπαχρήστου το 2004. Την εποχή εκείνη ο κύριος όγκος των συνεντεύξεων που αποτελούν τη «μαγιά» για τη συγγραφή του βιβλίου «Τα παιδιά της δικτατορίας», καταπώς φαίνεται από το παράρτημα του βιβλίου, είχε ήδη ληφθεί από τον Κωστή Κορνέτη, επομένως επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά η άποψη που λέει πως αν θέλεις πραγματικά κάτι, το Σύμπαν συνωμοτεί για να εκπληρώσει την επιθυμία σου.

Στο πραγματικά χορταστικό αυτό βιβλίο ο συγγραφέας επιχειρεί να ανασυνθέσει την ιστορία μιας γενιάς που για δεκαετίες υπήρξε το ιερό τοτέμ του μεταπολιτευτικού αφηγήματος, στη συγκυρία ωστόσο της οικονομικής κρίσης και σε συνθήκες ανησυχητικής αναδίπλωσης της κοινωνίας υποδεικνύεται όλο και πιο συχνά από ακροδεξιούς και νεοσυντηρητικούς κύκλους ως ο βασικός υπεύθυνος για την καταστροφική πορεία που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία. Υπό την έννοια αυτή, το εγχείρημα του Κωστή Κορνέτη θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια απόπειρα υπεράσπισης της μνήμης της γενιάς και των οραμάτων που ξεπήδησαν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, οραμάτων που, παρά τη δυσκολία να οριστεί με ακρίβεια το περιεχόμενό τους, είναι αναμφίβολο ότι υπήρξαν η πολιτική και ηθική πλατφόρμα που στήριξε την περίφημη «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς» στη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Τόνοι μελανιού

Για το Πολυτεχνείο καθώς και για το φοιτητικό κίνημα της περιόδου έχουν χυθεί τόνοι μελανιού στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της δικτατορίας, γεγονός όχι περίεργο δεδομένης της σημασίας που είχε η εξέγερση όχι τόσο για την ανατροπή του καθεστώτος όσο για την αποδόμηση – ακύρωση εν τοις πράγμασι των προσπαθειών του να επιβάλει, με τους δικούς του όρους, συνθήκες ελεγχόμενου από το ίδιο ψευδο-κοινοβουλευτισμού. Ανάμεσα στις πλέον σημαντικές συμβολές για την ιστορία του Πολυτεχνείου ξεχωρίζουν οι μελέτες του Χρήστου Λάζου «Ελληνικό φοιτητικό κίνημα», του Μηνά Παπάζογλου «Φοιτητικό κίνημα και δικτατορία», καθώς βέβαια και η δημοσιευμένη διδακτορική διατριβή του Ολύμπιου Δαφέρμου «Φοιτητές και δικτατορία: Το Αντιδικτατορικό Φοιτητικό Κίνημα 1972-1973».

Ο Κορνέτης, ωστόσο, είναι ο πρώτος ιστορικός που επιχειρεί να αφηγηθεί την ιστορία του ΑΦΚ αποστασιοποιημένος πλήρως από τα γεγονότα, υπό την έννοια ότι, γεννημένος το 1975, δεν έχει ζήσει το κίνημα εκ των έσω, επομένως λαμβάνει την πρέπουσα συναισθηματική απόσταση από ανθρώπους, γεγονότα και καταστάσεις, στοιχείο απαραίτητο προκειμένου να ανασυγκροτήσει ψύχραιμα τις ορίζουσες που οδήγησαν το ΑΦΚ στη σύγκρουσή του με το καθεστώς και στην κορύφωση της Νομικής και του Πολυτεχνείου. Πολύ σωστά ο συγγραφέας προχωρεί σε μια γενεαλογία της αντιδικτατορικής δράσης εν γένει και δη αυτής στην οποία πρωταγωνίστησαν οι νέοι, ιστορικοποιώντας τη στη βάση μιας περιοδολόγησης που αφορά την εμφάνιση κι εξέλιξη (και στην Ελλάδα) ενός πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση κύκλου διαμαρτυρίας. Οι απαρχές του τελευταίου εντοπίζονται στην ισχυροποίηση του δημοκρατικού φοιτητικού κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα (1-1-4), ενώ η κορύφωσή του πραγματοποιείται το θερμό καλοκαίρι του 1965, στη διάρκεια των κινητοποιήσεων που ακολούθησαν τα γεγονότα της Αποστασίας. Παρ’ όλα αυτά, η δικτατορία των συνταγματαρχών ήδη από τον Απρίλιο του 1967 θα έχει καταφέρει συντριπτικό χτύπημα στις νεολαιίστικες οργανώσεις που πρωταγωνίστησαν στην προδικτατορική περίοδο. Στα αμέσως επόμενα χρόνια η Νεολαία Λαμπράκη, έχοντας εξαντλήσει τις πολιτικές αντοχές της και το απόθεμα της δημιουργικότητάς της, ουσιαστικά «αποστρατεύεται», ενώ η ξέφρενη οικονομική ανάπτυξη θα δημιουργήσει ένα κλίμα σιωπηλής κοινωνικής συναίνεσης, το οποίο ο Κορνέτης πολύ σωστά επισημαίνει. Επομένως, η ανάδυση μιας νέας γενιάς αμφισβητιών μετά το 1970 υπήρξε ένα, ας το χαρακτηρίσω, «γοητευτικό παράδοξο», μια ιστορική «ανωμαλία» που μάλλον ξάφνιασε τους εθισμένους στη γενικότερη απάθεια παρατηρητές στη συγχρονία. Τι είναι αυτό λοιπόν που οδήγησε τους φοιτητές μετά το 1970 στη συνειδητοποίηση της «αποστολής τους», την απομάκρυνσή τους από μια κουλτούρα θυματοποίησης και αυτολύπησης που χαρακτήριζε έως τότε τον χώρο της Αριστεράς και την επιλογή του δύσκολου δρόμου της σύγκρουσης;

Το προφίλ της νεολαίας

Ο Κορνέτης εξετάζει αναλυτικά το προφίλ αυτής της νεολαίας και στέκεται με ιδιαίτερη προσοχή όχι μόνο στον πολιτικό της λόγο, αλλά (κυρίως θα έλεγα) στις πολιτισμικές προϋποθέσεις που οδήγησαν στην ανάδυσή της. Μεγαλωμένοι μέσα στο εν γένει παρακμιακό κλίμα του χουντικού καθεστώτος, οι νέοι που θα ενταχθούν στο κίνημα θα αναπτύξουν έναν δικό τους πολιτισμό, χρησιμοποιώντας ενίοτε με ομοιοπαθητικό τρόπο στοιχεία και σύμβολα του καθεστώτος. Ετσι, ο πατριωτισμός και η παράδοση λ.χ. «ανακαλύπτονται» εκ νέου από τη νεολαία της περιόδου στο πλαίσιο μιας ολιστικής σύγκρουσης που τείνει να χρησιμοποιεί ενάντια στο καθεστώς τα ίδια του τα όπλα, αναδεικνύοντας παράλληλα τη γελοιότητα του λόγου του και αποδομώντας τις όποιες προσπάθειες νομιμοποίησής του. Η συγκρότηση λοιπόν μιας νεανικής ταυτότητας αμφισβήτησης περνάει μέσα από τη διαμόρφωση ενός πολιτισμού με σαφώς συγκρουσιακά χαρακτηριστικά, «ελληνικού» μεν, που ωστόσο ευθυγραμμίζεται αναμφίβολα με τις καταστατικές αρχές τού εν εξελίξει, την ίδια περίοδο, νεανικού πολιτισμού στον δυτικό κόσμο. Με άλλα λόγια, η κουλτούρα της αμφισβήτησης φαίνεται να αποτελεί το αναγκαίο υπόστρωμα, τη συγκολλητική ύλη που φέρνει σε επαφή νέους ανθρώπους με συχνά ετερόκλητα κοινωνικά χαρακτηριστικά (πολλά από τα ηγετικά στελέχη του ΑΦΚ ήταν προς μεγάλη έκπληξη των Αρχών «γόνοι καλών οικογενειών»), φτιάχνοντας σταδιακά την αίσθηση ότι οι φοιτητές αποτελούν μια «μειονότητα διανοουμένων εντεταλμένη από τον ελληνικό λαό να αναλάβει δράση υπέρ των συμφερόντων του, [..] νόμιμη πρωτοπορία με στόχο τον κοινωνικοπολιτικό μετασχηματισμό» (σελ. 499).

Παγκοσμιοτοπικό κίνημα

Υπό την έννοια αυτή, το ΑΦΚ υπήρξε μεν ένα «παγκοσμιοτοπικό κίνημα» όπως ο συγγραφέας συχνά υπενθυμίζει, δηλαδή η ελληνική – τοπική εκδοχή ενός ευρύτερου φαινομένου με παγκόσμιες διαστάσεις, υπήρξε όμως επίσης το πιο προωθημένο πολιτικά, ιδεολογικά και διανοητικά τμήμα μιας νεολαίας η οποία μπορεί να μην είναι καν φοιτητική, ωστόσο έχει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα διαμορφώσει μια ριζοσπαστική ταυτότητα που της επιτρέπει να λειτουργήσει ως δεξαμενή από την οποία το ΑΦΚ αντλεί ετοιμότητες, διαθεσιμότητες και αυτοπεποίθηση. Θα έλεγα μάλιστα ότι η αρχιτεκτονική της σύγκρουσης με το καθεστώς, η οποία κλιμακώνεται σταδιακά μετά το 1970, αφορά τρεις –ομόκεντρους τρόπον τινά –κύκλους, με το φοιτητικό κίνημα να εντοπίζεται στον πυρήνα της σύγκρουσης και τους άλλους δύο να περικλείουν αφενός μεν τη (μη σπουδάζουσα) νεολαία που κινείται «περιφερειακά» σε αυτό, καθώς βέβαια και (ο τρίτος) έναν εν γένει «δημοκρατικό κόσμο» που στηρίζει ηθικά τους φοιτητές στη σύγκρουσή τους με τη δικτατορία. Σε όλο αυτό το σύμπαν θα πρέπει να προστεθούν αναμφίβολα οι πρωταγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα, εμβληματικές μορφές που με τη δράση τους διεθνοποιούν το ελληνικό ζήτημα (Μελίνα Μερκούρη, Μίκης Θεοδωράκης, Αλέκος Παναγούλης, Ανδρέας Παπανδρέου κ.ά.). Βεβαίως, η έρευνα του Κορνέτη δεν αφορά το σύνολο του αντιδικτατορικού αγώνα κι αυτό θα πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο είναι πιστεύω αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη του παραπάνω σχήματος, προκειμένου να γίνει αντιληπτό ποιοι ήταν οι περίπου διακόσιες πενήντα χιλιάδες άνθρωποι που έλαβαν μέρος στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου τον Νοέμβριο του 1968 (βλ. σχετικά: σελ. 232) ή εκείνοι (από είκοσι έως εκατό χιλιάδες σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, βλ. σελ. 526) που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των φοιτητών για συμπαράσταση τις μέρες της εξέγερσης. Αφετέρου δε, το παραπάνω σχήμα αποτελεί πιθανόν μια απάντηση στο ερώτημα που αναδύεται από την ανάγνωση του έξοχου αυτού βιβλίου και δεν απαντιέται ικανοποιητικά, μέσα από ποια ιστορική διαδικασία η γενιά του Πολυτεχνείου, όχι ως μέλη του ΑΦΚ αλλά ως νεαρά άτομα των οποίων η πολιτική κοινωνικοποίηση έλαβε χώρα στο περιβάλλον της χουντικής Ελλάδας, εκφράστηκε στη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου πολιτικά κατά βάση μέσα από τις γραμμές του ΠΑΣΟΚ, δεδομένης μάλιστα της ηγεμονικής θέσης που υποδεικνύεται πως είχαν στο κίνημα οι δύο μαζικές οργανώσεις της Αριστεράς (Αντι-ΕΦΕΕ και Ρήγας), αλλά και οι μαοϊκές συνομαδώσεις.

Υποδειγματική, «αντιηρωική» βιογραφία

«Τα παιδιά της δικτατορίας» αποτελούν μια υποδειγματική βιογραφία της γενιάς του Πολυτεχνείου και μάλιστα «αντιηρωική», κάτι που ίσως ξενίσει τον συνηθισμένο στις ωραιοποιήσεις και εξιδανικεύσεις αναγνώστη. Ο συγγραφέας παρουσιάζει διεξοδικά όχι μόνο τις πολιτικές και πολιτισμικές όψεις, αλλά και το ψυχολογικό υπόβαθρο του αγώνα: τις εσωτερικές συγκρούσεις, τις ανταγωνιστικές «φυλές», τις αμφιβολίες και τον πανικό που συχνά κατέκλυζαν τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, τις άγνωστες συγκρούσεις με την οικογένεια, το δύσκολα διαχειρίσιμο ζήτημα των σεξουαλικών σχέσεων, την ψυχολογική συντριβή που ακολούθησε το αιματοκύλισμα του Νοεμβρίου και την επάνοδο του Καραμανλή τον Ιούλιο του 1974, συντριβή που φέρνει στο μυαλό τα σπαρακτικά λόγια του ποιητή Ηλία Λάγιου στο βιβλίο «Το σημάδι του Ζορρό»: «Ψέμα αγαπημένο, ψέμα που πόθησε να γίνει αλήθεια, αλλά ψέμα». Ο Κορνέτης προκειμένου να υπερασπιστεί τη γενιά του Πολυτεχνείου την αποκαθηλώνει, της αφαιρεί τον μεταπολιτευτικά δοσμένο μανδύα του υπερήρωα και παρουσιάζοντας τις απολύτως ανθρώπινες διαστάσεις της καταφέρνει να αναδείξει το αξιοθαύμαστο του ηρωισμού της και το βάρος που επωμίστηκε. Στην ελληνική έκδοση (τον Σεπτέμβριο του 1973, δύο μήνες πριν από την εξέγερση) του βιβλίου «Φράουλες και αίμα», του οποίου η κινηματογραφική εκδοχή ενέπνευσε τους έλληνες φοιτητές στον αγώνα τους ενάντια στη χούντα, ο συγγραφέας του Τζέιμς Κούνεν, ακτιβιστής φοιτητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια, διερωτάται μεταξύ άλλων στο οπισθόφυλλο: «Τι σόι άνθρωποι τις τρώνε στο πανεπιστήμιο;». Ο αναγνώστης που πραγματικά ενδιαφέρεται να μάθει τι σόι άνθρωποι τις έτρωγαν στη Νομική και στο Πολυτεχνείο έχει πλέον τη δυνατότητα να λάβει μια απολύτως ικανοποιητική απάντηση.

Ο Κώστας Κατσάπης (katsapius@gmail.com) είναι ιστορικός στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας του βιβλίου: «Το “πρόβλημα νεολαία”. Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα (1964- 1974)», Απρόβλεπτες Εκδόσεις 2013

Κωστής Κορνέτης

Τα παιδιά της δικτατορίας

Φοιτητική αντίσταση, πολιτισμικές πολιτικές και η μακρά δεκαετία του εξήντα στην Ελλάδα

Μτφ.: Πελαγία Μαρκέτου

Εκδ. Πόλις 2015, σελ. 719

Τιμή: 25 ευρώ

Ο Κώστας Κατσάπης (katsapius@gmail.com) είναι ιστορικός στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας του βιβλίου: «Το «πρόβλημα νεολαία». Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα (1964- 1974)», Απρόβλεπτες Εκδόσεις 2013