Στα τροπικά δάση του Αμαζονίου αλλά και το υποσυνείδητο. Εκεί καλεί το κοινό του να ταξιδέψει ο Σάιμον Μακ Μπέρνυ, ο βρετανός δραματουργός που παρουσιάζει έως την Κυριακή 2 Απριλίου την πρωτοποριακή παράστασή του «The Encounter» στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών.

Ανήσυχος ερευνητής της θεατρικής αφήγησης, της νέας τεχνολογίας και της οπτικοακουστικής φόρμας, στην “Συνάντηση” όπως είναι ο ελληνικός τίτλος της, ο Μακ Μπέρνυ έστησε μια περφόρμανς που βασίζεται στον ήχο αλλά και τα οπτικά ερεθίσματα.

“To Encounter είναι μια ιστορία για το ταξίδι ενός άνδρα που συναντάει ανθρώπους από διαφορετικές κοινωνίες αλλά επίσης συναντά και τον εαυτό του. Χάνεται μέσα στο δάσος και δεν αναγνωρίζει το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται. Χάνει την ικανότητα να τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα στον χώρο και τον χρόνο αλλά και αυτόν τον ίδιο. Πρέπει να συναντήσει την δική του έννοια του εαυτού και να προσπαθήσει να την καταλάβει” δηλώνει στα Νέα ο δημιουργός.

Έχοντας δουλέψει αρκετά με την ομάδα του Complicite που δημιούργησε το 1983, την έννοια της κατανόησης και των αισθήσεων, ο ίδιος εντάσσει το “Encounter” στην ίδια διαδικασία. “Έχω την ισχυρή πεποίθηση ότι πράγματα τα οποία αντιλαμβάνομαι ως αληθινά, δεν είναι αλλά είναι όλα μυθοπλασία. Έτσι, αρχίζω να αμφιβάλλω για το ποιος είμαι, πού είμαι, από πού προέρχομαι, τι κάνω. Αυτό το γεγονός είναι ένα φαινόμενο που είναι οικείο στη ζωή του ανθρώπου. Γι’ αυτό και η παράσταση λειτουργεί σαν μια έρευνα που έχει να κάνει με αυτές τις ερωτήσεις, του ποιος είμαι, τι είναι αληθινό” τονίζει.

Από τη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, ο Μακ Μπέρνυ καλεί το κοινό του λοιπόν σ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας. “Ο πρωταγωνιστής της παράστασης, φεύγει για το ταξίδι και όσο τον βλέπουμε κατά τη διάρκειά του, ίσως συμπάσχουμε μαζί του. Δεν μπορούμε να νιώσουμε ακριβώς όσα νιώθει ο άλλος μέσα του αλλά αρχίζουμε να ζούμε την κατάστασή του επειδή συμπάσχουμε”, παρατηρεί ο Μακ Μπέρνυ.

Η διαδικασία αυτή, ωστόσο, μπορεί να μην είναι ακριβώς καινούργια υπόθεση. “Δεν είναι νέα ιστορία, είναι η ιστορία του Οδυσσέα, είναι μια μεταφορά για ένα πιο εσωτερικό ταξίδι”, παραδέχεται. Παρ’ όλα αυτά το ταξίδι προς την εσωτερική αυτογνωσία του θεατή, παραμένει καθαρά προσωπική υπόθεση στην παράσταση. “Δεν νομίζω ότι κάποιος ιθαγενής, μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις τον εαυτό σου. Ο μόνος τρόπος για το κάνεις είναι να κάτσεις απέναντι από έναν καθρέφτη και ν’ αρχίσεις να ρωτάς πράγματα για τον εαυτό σου. Μπορεί κάποιοι δικοί σου άνθρωποι να σε βοηθήσουν αλλά δεν υπάρχουν πολλές λύσεις για να μάθεις τον εαυτό σου. Υπάρχουν πολλοί καθρέφτες”, υπογραμμίζει.

Αφορμή για το στήσιμο της παράστασης, στάθηκε ένα βιβλίο που διάβασε ο Μακ Μπέρνυ πριν από είκοσι χρόνια και το οποίο δεν ξέχασε ποτέ: το Amazon Beaming του Ρουμάνου συγγραφέα Petru Popescu, που περιγράφει την αληθινή ιστορία του φωτορεπόρτερ του περιοδικού National Geographic, Λόρεν Μακ Ιντάυρ. Σε μια αποστολή, το 1969, ο Μακ Ιντάυρ χάθηκε στα τροπικά δάση μεταξύ Περού και Βραζιλίας, καθώς αναζητούσε τη μυθική κοίτη του Αμαζονίου. Διασώθηκε από τους ιθαγενείς μιας άγνωστης φυλής και μυήθηκε, μέσω των τελετουργιών τους, σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία διεύρυνσης της συνείδησης.

Θέλοντας να ζήσει κι ο ίδιος ο Μακ Μπέρνυ αυτήν την εμπειρία στον Αμαζόνιο, επισκέφτηκε το τροπικό δάσος πριν λίγα χρόνια και περιπλανήθηκε στο εσωτερικό του, παρέα με ιθαγενείς. “Ήμουν μαζί με ιθαγενείς που είχαν εκπολιτιστεί αλλά ζούσαν σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό. Αυτοί είχαν μια διαφορετική έννοια ταυτότητας αφού χάρη στη δράση των ιεραποστόλων είχαν απογυμνωθεί εντελώς από την αρχική τους ταυτότητα και ήταν αποφασισμένοι να την ξαναανακαλύψουν. Μαζί τους ανακάλυψα και πάλι την ελπίδα και έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπω τον κόσμο. Δεν περίμενα ότι θα μου συμβεί αυτό. Δεν πήγα εκεί τόσο για να ανακαλύψω κάτι όσο για να γνωρίσω ανθρώπους που είναι κομμάτια της αποικιοκρατικής ιστορίας των λευκών. Πολλές διαφορετικές οπτικές ανοίχθηκαν μπροστά μου από μόνες τους. Κι έτσι θέλω να βιώσει και το κοινό κάτι τόσο ισχυρό όπως αυτό. Άλλωστε το θέατρο επί σκηνής δεν είναι κάτι πραγματικό από μόνο του. Γίνεται αληθινό στο μυαλό των θεατών. Το να ακούς και να βλέπεις είναι μια δημιουργική τέχνη όπως και η μνήμη. Γι’ αυτό και το έργο αυτό, έχει να κάνει και με τη συνείδηση”, λέει.

Προκειμένου λοιπόν να ζήσουν οι θεατές αυτή την εμπειρία, έχει επιστρατεύσει επί σκηνής μια σειρά από ηχητικούς μηχανισμούς και εξαρτήματα. Αξιοποιώντας την προηγμένη αμφιωτική τεχνολογία , δημιουργεί μια 3D-audio συνθήκη ακρόασης του ηχοτοπίου του αρχέγονου –και σήμερα απειλούμενου– οικοσυστήματος του Αμαζονίου, σαν να βρισκόμασταν εκεί, στον πνεύμονα του πλανήτη Γη. Ακόμα, χρησιμοποιεί 6 μικρόφωνα ενώ για τους ήχους που παράγει ο ίδιος χρησιμοποιεί προηχογραφημένη μουσική που συνοδεύεται με ποικιλία άλλων μελωδιών. Ώστε να βγαίνει προς τα έξω σωστά το αποτέλεσμα, έχει στήσει μια εγκατάσταση που μοιάζει με στούντιο κι έχει τη δυνατότητα να απορροφά την ηχώ. Το ακόμα πιο ενδιαφέρον κομμάτι είναι πως ο ίδιος δεν χρησιμοποιεί παρτιτούρες για να παράγει ήχους ούτε και οι μουσικοί του, οι οποίοι απλά τον ακολουθούν με τα όργανά τους αυτοσχεδιάζοντας ουσιαστικά.

Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια για να αναδειχθεί το ηχητικό αυτό αποτέλεσμα είναι να φορέσουν οι θεατές ακουστικά, σε μια παιγνιώδη τελετουργία, χαρακτηριστική του 21ου αιώνα. “Σήμερα οι άνθρωποι ζουν στην απομόνωση γι’ αυτό κι εγώ ήθελα να δώσω έμφαση σ’ αυτό το χαρακτηριστικό κι έβαλα τα ακουστικά. Έτσι, όλοι θα νιώθουν μόνοι αλλά θα ακούν τα ίδια πράγματα με όλους τους υπόλοιπους. Είναι ένα παράδοξο της εικόνας του σημερινού κόσμου. Έτσι, στην παράσταση δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά πλαστικό και τεχνολογία που στο τέλος οδηγούν στο δάσος. Άλλωστε, η ανθρώπινη φαντασία έχει την ικανότητα να σε φτάσει σε μέρη που δεν το περιμένεις και να έχεις μια εμπειρία που ποτέ δεν θα περίμενες. Δεν είναι το ταξίδι του άνδρα που συγκινεί το κοινό. Είναι το γεγονός πως σε παίρνει από το θέατρο και σε φτάνει σε άλλα μέρη”, δηλώνει ο καλλιτέχνης.

Και μπορεί τ’ ακουστικά να δίνουν στο θεατή τη δυνατότητα να βιώσει την εμπειρία της παράστασης μοχανικά, παρ’ όλα αυτά, το έργο παραμένει ένα κάλεσμα στη συλλογική συνείδηση. “Όταν είσαι στο θέατρο, βρίσκεσαι σε μια συλλογική δράση. Είναι ένας τόπος όπου η πλοκή ζωντανεύει συλλογικά, είτε είναι κάποιος σε θέατρο του Λονδίνου είτε στην Επίδαυρο. Έψαξα λοιπόν τη συλλογικότητα αυτή σε σχέση με την εμπειρία του μοναχικού θεατή. Γι’ αυτό και ουσιαστικά ζητώ από το κοινό να μπουν στη θέση αυτού του θεατή”, τονίζει ο Μακ Μπέρνυ.

Στην πορεία των χρόνων τα έργα του Μακ Μπέρνυ, δείχνουν να έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, μιας και ο ίδιος πατάει πάνω σε συγκεκριμένα κάθε φορά στοιχεία. “Όλοι οι καλλιτέχνες είναι δημιουργοί προτύπων. Το ερώτημα που εγείρεται είναι η λειτουργία αυτών των προτύπων. Σκοπός τους είναι να ξεκλειδώνουν κάτι νέο πίσω τους. Ως άνθρωποι, έχουμε τη δυνατότητα να δημιουργούμε φαντασία σχετικά με τον κόσμο και να παίρνει στο τέλος τη θέση της πραγματικότητας. Τα πρότυπα λοιπόν είναι επί της ουσίας ο τρόπος για να κόβουμε αυτή την φαντασία και να βλέπουμε από πίσω κάτι διαφορετικό. Αν κοιτάξεις κάτι για αρκετό διάστημα, ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν πράγματα που δεν τα είχες δει πριν. Οι άνθρωποι στο θέατρο είναι σαν αυτούς που πειράζουν τις κουνελότρυπες γιατί προσπαθούν να βρουν άλλα μέσα για να κοιτάξουν τον κόσμο και τις ζωές τους. Είμαστε εύθραυστα όντα τα οποία έχουν την τάση να πιάνονται από πράγματα”, λέει.

Εστω κι έτσι όμως, επιμένει να λέει πως κάθε φορά έμπνευση για νέα έργα του δίνει ό,τι δεν το γνωρίζει καλά. “Είμαι συνταγματικά περίεργος και ο αδερφός μου με αποκαλεί συνταγματικά ανυπάκουο. Δεν έχω αρκετό χρόνο για να μάθω περισσότερα πράγματα απ’ αυτά που ήδη ξέρω. Γι’ αυτό και κάνω κάθε έργο στην προσπάθειά μου να εξερευνήσω κάτι καινούργιο. Είναι αυτή η ανάγκη μου να ξεκινάω ξανά απ’ την αρχή. Τοποθετώ τον εαυτό μου σε σχέση με κάτι που δεν καταλαβαίνω. Είναι στην πραγματικότητα μια πράξη ηλιθιότητας μιας και είμαι μπροστά σε κάτι που δεν ξέρω και εκθέτω τον εαυτό μου σχεδόν με τα παντελόνια κάτω ότι δεν ξέρω τίποτα. Ωστόσο, είναι είναι καλύτερο να προσπαθώ να μάθω κι ας αποτυγχάνω παρά να μην δοκιμάζω καθόλου”, λέει με νόημα.

Όντας ο ίδιος αρκετά δραστήριος καλλιτέχνης που πειραματίζεται με νέες μορφές και μέσα στα έργα του, δεν είναι λίγες οι φορές που έχει δεχτεί κριτική πως για χάρη του θεάματος, βάζει στην άκρη την ουσία της δημιουργίας. “Δεν το έχω κάνει ποτέ. Αυτή είναι μια αρκετά βαρετή και συντηρητική προσέγγιση από ανθρώπους που έχουν την ανάγκη να πουν αυτά τα πράγματα γιατί νομίζουν ότι ξέρουν καλύτερα. Είναι ευκολότερο να μιλάς για την τέχνη παρά να την κάνει κάποιος. Δεν υπάρχει κάποιος κριτικός στην Βρετανία που να τον σέβομαι. Μόνο και μόνο επειδή κάποιοι νομίζουν ότι ένα θεατρικό έργο χρησιμοποιεί έναν κόσμο, αυτοί πρέπει να αναλύσουν το περιεχόμενό του και κάνουν λάθος”, διαπιστώνει ο Μακ Μπέρνυ.

Με το ίδιο θάρρος που υπερασπίζεται τη δουλειά του απέναντι στις αρνητικές κριτικές, τα βάζει και με την βρετανική κυβέρνηση της οποίας δεν είναι σίγουρα υποστηρικτής. “Είναι η χειρότερη κυβέρνηση στην ιστορία της Βρετανίας. Είναι εξαιρετικά ηλίθιοι, αμαθέστατοι και ο Ντέιβιντ Κάμερον δεν έχει καμία συμπόνοια για τους άλλους. Έχουν απίστευτη ηλιθιότητας. Σε καιρό ύφεσης τριπλασίασαν το χρέος της χώρας. Θα ψηφίσω να μείνει η χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι προτιμότερο να μείνω με τους Έλληνες, τους Ιταλούς, τους Ισπανούς παρά με τον Τζορτζ Όζμπορν. Έχουμε σκατένια ζωή. Εσείς έχετε καλύτερη ζωή, φαγητό, ήλιο”, καταλήγει ο σκηνοθέτης και η ηθοποιός.