Ηταν πριν απ’ όλα μια επιχείρηση καμωμένη από τα υλικά των πολέμων και των περιπετειών. Τα απαριθμούσε μια νύχτα του Φεβρουαρίου του ’44 ο 29χρονος τότε Πάτρικ Λι Φέρμορ, ταγματάρχης του Σώματος Πληροφοριών και Διεύθυνσης Ειδικών Επιχειρήσεων του βρετανικού στρατού, λίγο πριν πέσει από την καταπακτή ενός βομβαρδιστικού μαζί με άλλον έναν αλεξιπτωτιστή και προσγειωθεί κάπου στο οροπέδιο της Βιάννου: χάρτες, πιστόλια, βόμβες, στιλέτα καταδρομέων, γκλομπ, σιδηρογροθιές, σιγαστήρες, ημιαυτόματα Μάρλιν, λίμες για κάγκελα φυλακής, φωτοβολίδες, χλωροφόρμιο, χρυσές λίρες, τορπίλες Μπανγκαλόρ αλλά και αμφεταμίνες ή επίδεσμοι, σταγόνες λιποθυμίας ή χάπια αυτοκτονίας. Τα τελευταία ήλπιζε να μείνουν αχρησιμοποίητα, το γενικότερο σχέδιο όμως και η κορύφωσή του στις 26 Απριλίου του ίδιου έτους δεν ευνοούσε τις βεβαιότητες. Το σημείο της ενέδρας, μια διχάλα στον δρόμο που το θύμα, ο «Θεόφιλος» σύμφωνα με τον μυστικό κώδικα, θα χρησιμοποιούσε επιστρέφοντας στο Ηράκλειο από τη Λέσχη Αξιωματικών στις Αρχάνες, ήταν κατάλληλο υπό την προϋπόθεση ότι ένας τσιλιαδόρος θα ενημέρωνε την ομάδα έχοντας κάνει πετάλι σαν τρελός. Οι στολές και τα διακριτικά που θα φορούσαν τα μέλη της στο όχημα διαφυγής ήταν πειστικά, θα έπρεπε όμως να ξεγελάσουν 22 σημεία ελέγχου. Το ντόπιο γκρουπ αντιπερισπασμού διέθετε ικανότητες, αλλά και ταμπεραμέντο: μην αντέχοντας τον πολυήμερο εγκλεισμό σε ένα πατητήρι, έπειτα από πολλές αναβολές, χρειάστηκε να αποδεσμευτεί.

Εκτός από συναρπαστική, πάντως, η «Απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε» ήταν και μια αποστολή λιγότερο ή περισσότερο εξαρτημένη από την πορεία του πολέμου και τις κινήσεις των Αγγλων στην Κρήτη. Προκειμένου να διασφαλίσουν την εκεί κυριαρχία τους, οι δυνάμεις του Αξονα το 1943 είχαν φτάσει να αριθμούν περίπου 75.000 στρατιώτες για έναν πληθυσμό 400.000. Μια χούφτα βρετανών αξιωματικών υποστήριζε την αντίσταση, παρενοχλούσε τον εχθρό και συντόνιζε τη διαφυγή συμμαχικών καταλοίπων –σε αυτήν είχε προστεθεί ο Φέρμορ από τον Ιούνιο του 1942. Η ιδέα της αιχμαλωσίας και μεταγωγής στην Αίγυπτο ενός στελέχους των Ναζί αφορούσε αρχικά τον στρατηγό Μιούλερ, διοικητή της 22ας Μεραρχίας Πεζικού με έδρα το Ηράκλειο: ήταν γνωστός ως ο «σφαγέας της Κρήτης» λόγω των φρικτών αντιποίνων του με την αναθάρρηση της αντίστασης μετά την ιταλική συνθηκολόγηση, ωστόσο, στα τέλη του Μαρτίου του ’44 αντικαταστάθηκε αναπάντεχα από τον μετριοπαθέστερο Χάινριχ Κράιπε. Οπως και να έχει, ο Φέρμορ είχε κριθεί κατάλληλος λόγω της ελληνικής εμπειρίας του («που σε συνδυασμό με έναν ενστικτώδη φιλελληνισμό τού επέτρεπε να κατανοεί αμέσως τα τοπικά προβλήματα» παρατηρεί στον πρόλογο ο ιστορικός Ρόντερικ Μπέιλι), χώρια που υποστήριζε την κίνηση κι ο ίδιος: «θα ήταν μια τονωτική ένεση για τους Κρητικούς» εξηγεί νωρίς στην αφήγησή του. «Και θα ανέκοπτε κάπως τους απεσταλμένους της Αριστεράς από την ηπειρωτική χώρα» προσθέτει παρακάτω.

Ο θαυμασμός

Αφήνοντας κατά μέρους την τυπική για βρετανικό πράκτορα δυσαρέσκεια προς το ΕΑΜ (κατά τη γνώμη του, «η μοναδική συμμετοχή των κομμουνιστών στην κρητική αντίσταση ήταν οι απόπειρές τους να διασπάσουν το αντιστασιακό κίνημα έχοντας στο μυαλό μεταπολεμικούς πολιτικούς στόχους»), ο θαυμασμός του για τους ντόπιους και τα καμώματά τους είναι ολοφάνερος. Οχι μόνο όταν μεταμφιέζεται περιχαρής σε ορεσίβιο Κρητικό, σκουραίνει το μουστάκι του με καψαλισμένο φελλό ή παραδέχεται πως «ούτε μια μέρα δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε χωρίς την παθιασμένη υποστήριξη των νησιωτών», αλλά και όταν περιγράφει χωρίς διάθεση εξωτισμού έναν κόσμο εν πολλοίς χαμένο. Προετοιμάζει την απαγωγή και ταυτόχρονα χαζεύει τα νυχτερινά φωτάκια που κρατούν εκατοντάδες χωρικές μαζεύοντας σαλιγκάρια. Απολαμβάνει ένα πασχαλινό τσιμπούσι που καταλήγει σε σκοποβολή με στόχους κόκκινα αβγά. Με τον στρατηγό αιχμάλωτό του, πια, βλέπει περήφανες Ανωγειανές να σταματούν τα γέλια στις γούρνες, άντρες στα καφενεία να γυρνούν με νόημα τις καρέκλες ή γριές να φτύνουν στο χώμα. Παλαίμαχοι ζωοκλέφτες και κορίτσια ανίκητα στο σημάδι διαδέχονται κρυφά γλέντια με τραγούδια όπως το «Φιλεντέμ» και προπόσεις του στυλ «Να ξεσκουριάζει η Παναγιά τα όπλα μας!». «Επαιρναν ένα ψευτοηρωικό και σχεδόν χυδαίο ύφος όταν τσούγκριζαν τα ποτήρια τους και έλεγαν «Να πεθάνουμε αντρόπιαστοι!»» σχολιάζει προς το τέλος. «Ομως το εννοούσαν και ακόμη το εννοούν».

Επώδυνη ψυχραιμία

Να ένας ακόμα λόγος που ολόκληρη σχεδόν η «Απαγωγή» διατρέχεται από την αγωνία του συγγραφέα για εκδίκηση των Ναζί. Τη μοιράζονταν και ανώτατοι αξιωματικοί της Διεύθυνσης Ειδικών Επιχειρήσεων από τη φάση κιόλας των συζητήσεων, όταν ανησυχούσαν ότι με τη νίκη να πλησιάζει, το ρίσκο δεν άξιζε. Τελικά η επιχείρηση θα στοίχιζε και τη ζωή του τραυματισμένου οδηγού του Κράιπε: ο Φέρμορ παραθέτει με επώδυνη ψυχραιμία πώς ένας συνεργάτης του συνόψισε το συμβάν ακουμπώντας ένα χέρι στη λαβή του στιλέτου του και διαγράφοντας με το άλλο μια τομή στον λαιμό. Χώρια που το ακόλουθο καλοκαίρι αποδείχθηκε για τους Κρητικούς θανάσιμα καυτό. Τον Αύγουστο του ’44 οι Γερμανοί εξαπέλυσαν επίθεση στην κοιλάδα του Αμαρίου δολοφονώντας πάνω από 450 άτομα και η λαχτάρα του Φέρμορ να παρηγορηθεί με ερμηνείες που τους ήθελαν να προφασίζονται την απαγωγή για να προβούν σε προσχεδιασμένες ωμότητες ήταν κατά ομολογία του μεγάλη (και μάλλον ορθή). Λόγια σαν τα παρακάτω ειπωμένα από έναν γέρο Κρητικό ήταν καταπραϋντικά: «Ολα θα τα κάψουν κάποτε. Και τι έγινε; Το δικό μου το σπίτι το έκαψαν οι Τούρκοι τέσσερις φορές. Ας το κάψουν και οι Γερμανοί μια πέμπτη! Και σκότωσαν ένα σωρό συγγενείς μου, παιδί μου, ένα σωρό. Κι όμως εγώ είμαι εδώ! Πόλεμο έχουμε και ο πόλεμος τα έχει αυτά. Γάμος χωρίς σφαχτά δεν γίνεται».

Παρόμοια παραθέματα ο Φέρμορ μάλλον άρχισε να τα ψάχνει στα κιτάπια του μόνο μετά το 1965 και τον πρόωρο θάνατο του έτερου αξιωματικού της επιχείρησης απαγωγής, του Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μος. Είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται ως συγγραφέας με τα «Βιολιά του Σαιν Ζακ», τη «Μάνη» ή τη «Ρούμελη» και ο Μπάρι Πιτ, επιμελητής της εβδομαδιαίας «Ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου από την Περνέλ», το γνώριζε. Του ζήτησε 5.000 λέξεις και ο Φέρμορ παρέδωσε 30.000: αυτές δημοσιεύονται εδώ, φανερώνοντας ένα μείγμα μυθιστορηματικής αφήγησης, στρατιωτικού απολογισμού αλλά και ταξιδιωτικής περιήγησης κάτω από τις κορυφές του Ψηλορείτη ή το εκθαμβωτικό νυχτερινό στερέωμα. Η έκδοση εμπλουτίζεται και από εννιά πολεμικές αναφορές προς ανωτέρους, αποκαλυπτικές διαφόρων λεπτομερειών της κατάστασης στο νησί: στα αποσπάσματά τους, η αύξηση των γερμανικών στρατευμάτων κωδικοποιείται σαν «οξεία κρίση Ουννίτιδας», τα Ανώγεια κρυπτογραφούνται ως «Κάμελοτ», το ηθικό του εχθρού καταγράφει πτωτικές τάσεις και οι αξιωματικοί «μετανιώνουν τώρα πικρά για την προηγούμενη αγριότητά τους». Τα μέλη της ομάδας απαγωγής επίσης καταγράφονται στις σελίδες τους και στη μνήμη: Μανώλης Πατεράκης, Γιώργος Τυράκης και Μιχαήλ Ακουμιανάκης οι βασικοί, και Χναράκης, Ζωιδάκης, Παπαλεωνίδας, Σαβιολάκης, Κόμης, Τζατζάς, Αθανασάκης και Ζωγραφιστός οι βοηθητικοί. Τα πάντα κλείνουν με λεπτομερή περιηγητικό οδηγό για τη διαδρομή της ομάδας, την οποία ταξιδιωτικές εταιρείες όπως η Somewhere We Know έχουν προγραμματίσει να ακολουθήσουν τον ερχόμενο Ιούνιο.

Η αγωνία φυσικά δεν θα είναι η ίδια. Τη χόρτασε άπαξ ο άνθρωπος που με τους συντρόφους του είχε την τύχη ή το θάρρος να παρακολουθήσουν τη Βίλα Αριάδνη στην Κνωσό όπου διέμενε ο Κράιπε ή να συναντήσουν τρεις καχύποπτους, μεθυσμένους γερμανούς λοχίες και να τους παραπλανήσουν με μαθήματα κρητικών χορών (μάταια, λες και απευθύνονταν σε αρκούδες). Να παραφυλάξουν για το επίμαχο αυτοκίνητο, να το σταματήσουν, να παλέψουν και κατόπιν ο αρχηγός τους να ανακοινώσει: «Χερ Γκενεράλ, είμαι βρετανός ταγματάρχης, για εσάς ο πόλεμος τελείωσε».

Η Ωδή του Ορατίου

Στα όσα ακολούθησαν η ανυπομονησία του πολεμιστή δεν έπαψε να εναλλάσσεται με την αγωνιώδη αισιοδοξία του: οι γερμανοί στρατιώτες χαιρετούσαν ανυποψίαστοι το αυτοκίνητο («αυτό είναι υπέροχο» μουρμούριζε κρατώντας το τιμόνι ο Μος), κάτι προβλήματα όμως με τον ασύρματο και ένας μικροτραυματισμός του στρατηγού θα δυσχέραιναν τη μετέπειτα αναμονή στα ορεινά καταφύγια. Εκεί πάντως ο βρετανός συγγραφέας γνώρισε έναν άνθρωπο αντιπαθή στους υφισταμένους του και σίγουρα όχι φανατικό ναζιστή. Σε μια στιγμή ανάπαυλας, όταν ο Κράιπε ξεκίνησε να απαγγέλλει μελαγχολικά μια Ωδή του Ορατίου και ο Φέρμορ τη συνέχισε μέχρι τέλους, «ο πόλεμος είχε εξαφανιστεί χωρίς κανένα ίχνος». Σε μια άλλη ο ένας άντρας εξομολογούνταν στον άλλον τα συναισθήματά του για την Κρήτη: «Μακάρι να μην είχα έρθει ποτέ σε αυτό το καταραμένο νησί» γελούσε πικρά ο Γερμανός. «Θα ήταν υποτίθεται μια ωραία αλλαγή μετά το ρωσικό μέτωπο…».