Πάτι Σμιθ και Ρόμπερτ Μέιπλθορπ. Δύο καλλιτέχνες που συναντήθηκαν την εποχή που η Νέα Υόρκη πρόσφερε στα νιάτα όνειρα και έδινε ευκαιρίες για να τα πραγματοποιήσουν. Σήμερα, έτσι όπως βλέπουμε το φόντο της ζωής μας να μαζεύει πολλές σκιές, η ανάγνωση των αυτοβιογραφικών λεπτομερειών της ποιήτριας και πανκ ροκ μουσικού Πάτι Σμιθ γίνεται διπλά επιδραστική. Οι σελίδες της ελληνικής έκδοσης με την επιμελημένη μετάφραση του Αλέξη Καλοφωλιά και τις επιπρόσθετες σημειώσεις και επεξηγήσεις του προσφέρουν στους αναγνώστες ένα φίλτρο ευεξίας. Σαν εκχύλισμα από ψυχοτρόπα φυτά που προκαλεί παραλυτικό μούδιασμα της λήθης στους νευρώνες του εγκεφάλου για να μην αναστατώνονται από τους ερεθιστικούς εξωγενείς παράγοντες της πραγματικότητας.

Αυτοβιογραφία-ναρκωτικό; Κατά κάποιον τρόπο ναι. Οχι επειδή η Πάτι Σμιθ μιλά εκστασιασμένη για αυτήν την κουλτούρα. Περισσότερο έχει να κάνει με μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τη Νέα Υόρκη στα τέλη των 60s και τις αρχές των 70s. Την εμπειρία της νιότης και την προσωπική της δυνατή σχέση με τον μετέπειτα σταρ της καλλιτεχνικής φωτογραφίας και από τα πρώτα θύματα του AIDS Ρόμπερτ Μέιπλθορπ.

Είναι ο τρόπος με τον οποίο γράφει για την αναχώρησή της από το Σικάγο προς τη Νέα Υόρκη, τόπο ενηλικίωσης και αναζήτησης εμπειριών ζωής, καλλιτεχνικής εξέλιξης, συναισθηματικής περιπέτειας.

Από τις πρώτες σελίδες λοιπόν η συγγραφέας απελευθερώνει ποιητικότητα στον πεζογραφικό λόγο της, εξηγώντας την ανάγκη της να γράψει ένα βιβλίο για το άλλο της μισό. Και οι αναφορές της στα παιδικά της χρόνια με την οικογένειά της και τους φίλους της που περιγράφουν, την ώρα του παιχνιδιού, μάχες μεταξύ παιδιών και φανταστικών εχθρών, σκοπό έχουν να καταλήγουν πάντα σε εκείνον.

Η Πάτι Σμιθ γεννήθηκε μετά τον πόλεμο σε μία Αμερική όπου η φτώχεια δεν ήταν μόνο κατάρα. Και όταν ξεκινούσε το 1967 το ταξίδι της με λεωφορείο προς τη Νέα Υόρκη για να ασχοληθεί γενικά με την τέχνη δεν είχε ούτε το ακριβές αντίτιμο του εισιτηρίου της. «Στα είκοσί μου ανέβηκα στο λεωφορείο της φυγής. Φορούσα χοντρό βαμβακερό παντελόνι εργασίας, μαύρο ζιβάγκο και ένα παλιό γκρίζο αδιάβροχο. Η μικρή βαλίτσα μου με τα κόκκινα και κίτρινα καρό περιείχε μολύβια και ξυλομπογιές, ένα σημειωματάριο, τις «Εκλάμψεις» του Ρεμπό, λίγα ρούχα και φωτογραφίες των αδελφών μου. Ημουν προληπτική. Ηταν Δευτέρα. Δευτέρα ήταν η μέρα που είχα γεννηθεί. Μια καλή μέρα για να φτάσω στη Νέα Υόρκη. Κανείς δεν με περίμενε. Ολα όμως περίμεναν να τα ανακαλύψω…».

Το βιβλίο που διακρίθηκε με το National Book Award το έγραψε το 2010. Οταν ήταν 64 ετών. Είχε ήδη εγγράψει πολλούς κύκλους επιτυχίας στη δισκογραφία του ροκ, στην έκδοση ποιητικών συλλογών, στη ζωγραφική. Κι αφού είχε ήδη λάβει το 2005 από το γαλλικό υπουργείο Πολιτισμού την ανώτατη καλλιτεχνική διάκριση, τον τίτλο του Ταξιάρχη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων. Και δύο χρόνια αργότερα, το 2007, η δημιουργός του «Horses» (που για πολλούς μουσικοκριτικούς θεωρείται το πρώτο πανκ-ροκ άλμπουμ της δεκαετίας του 1970) είχε περάσει στον ναό των θρύλων του ροκ, Rock and Roll Hall of Fame.

Το «Just Kids» όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του είναι ένα χρονικό της ανόδου δύο νεαρών καλλιτεχνών προς την επιτυχία. Γραμμένο όμως από το ώριμο μυαλό μιας σαγηνευτικής δημιουργού. Η οποία έως σήμερα εξακολουθεί να νιώθει δεμένη στο άρμα της έμπνευσης του Ρεμπό γράφοντας παρορμητικά για τα χρόνια της αθωότητάς της. Και με ενθουσιασμό για δύο αδελφές ψυχές στο αποκορύφωμα του μποέμ βίου τους, στη διάρκεια του μυητικού ταξιδιού τους. «Κάποιες μέρες, βροχερές γκρίζες μέρες, οι δρόμοι του Μπρούκλιν άξιζαν μία φωτογραφία και κάθε παράθυρο άξιζε τον φακό μιας Leica για να αποτυπώσει το ακίνητο τοπίο με την κοκκώδη υφή. Μαζεύαμε τα χρωματιστά μολύβια μας και τα χαρτιά μας και αρχίζαμε να ζωγραφίζουμε σαν άγρια, πρωτόγονα παιδιά μέσα στη νύχτα, ώσπου πέφταμε εξουθενωμένοι στο κρεβάτι. Ξαπλώναμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, αμήχανοι ακόμα αλλά ευτυχισμένοι, ανταλλάσσοντας ξέπνοα φιλιά μέσα στον ύπνο μας».

Τα προτερήματα του καλλιτεχνικού έργου της είναι εδώ και χρόνια αναγνωρισμένα από το κοινό των θαυμαστών της και τους κριτικούς. Με αυτό το βιβλίο όμως ο αναγνώστης θαυμάζει την Πάτι Σμιθ και για έναν ακόμη λόγο: το ισορροπημένο «εγώ» της συγγραφέως όχι μόνο δεν πνίγει το κείμενο σε αυτοαναφορικό λόγο, αντίθετα δημιουργεί μία αύρα ξεχωριστής περίπτωσης γύρω από τον σύντροφό της. Ο οποίος προσπαθεί μέσα από την ιδιοσυγκρασιακή ζωγραφική του να μάθει τις άγνωστες πτυχές της σεξουαλικότητάς του. «Ηταν σχολαστικός στο ντύσιμο και στους τρόπους, αλλά όταν δούλευε ήταν ικανός για αληθινό χάος. Τα λόγια του ήταν μοναχικά και επικίνδυνα. Επιδίωκαν και προσδοκούσαν την ελευθερία, την έκσταση και τη λύτρωση. Ο Ρόμπερτ είχε εμπιστοσύνη στον νόμο της ενσυναίσθησης, μέσω της οποίας μπορούσε, με τη θέλησή του, να μετουσιώσει τον εαυτό του σε αντικείμενο ή έργο τέχνης και έτσι να επηρεάσει τον έξω κόσμο. Δεν ένιωθε ότι το έργο του τον λύτρωνε. Αποζητούσε να δει αυτό που οι άλλοι δεν έβλεπαν, την προβολή της φαντασίας του». Από το Κόνι Αϊλαντ έως την 42η Οδό του Μανχάταν, οι σελίδες του βιβλίου της Πάτι Σμιθ για τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ προσφέρουν πολλές αφηγήσεις με πρωταγωνιστές τον Αντι Γουόρχολ, τον Αλεν Γκίνσμπεργκ, τον Σαμ Σέπαρντ. Η παθιασμένη της περιπλάνησης Σμιθ ανακάλυπτε τα σημεία συνάντησης των καλλιτεχνών της νεοϋορκέζικης υπόγειας πρωτοπορίας, τα μέρη όπου έπαιρναν το πρωινό τους, που σύχναζαν για ύπνο, για συζήτηση, για χορό και ποτό ή για παρανοϊκές επιταχύνσεις του μυαλού τους με αμφεταμίνες. Ενα από αυτά τα θρυλικά μέρη εκείνης της εποχής ήταν το εστιατόριο Max’s Kansas City. Μετά το πέρασμα του Γουόρχολ από εκεί θαμώνες του ήταν οι Μπομπ Ντίλαν, Μπομπ Νιούγουερθ, Τιμ Μπάκλεϊ, η Τζάνις Τζόπλιν και η Νίκο, οι Velvet Underground.

Η Πάτι και ο Ρόμπερτ ξενύχτησαν ανάμεσά τους έως ότου έγιναν κεφάλαια της ιδιόμορφης αυτής καλλιτεχνικής σκηνής της Νέας Υόρκης. Τα χρόνια κύλησαν και ο καθένας τους στήριξε τις επιλογές του άλλου. «Υπάρχουν πολλές ιστορίες ακόμη που θα μπορούσα να γράψω για τον Ρόμπερτ, για εμάς» γράφει στον επίλογό της. «Ημασταν σαν τον Χάνσελ και την Γκρέτελ και τολμήσαμε να περιπλανηθούμε στο μαύρο δάσος του κόσμου. Κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτούς τους δύο νεαρούς ανθρώπους, ούτε να πει κάποια αλήθεια για τις μέρες και τις νύχτες που πέρασαν μαζί. Και καθώς έφευγε, ανέθεσε σε εμένα να σας την πω».

Απόσπασμα

Ο Τομ Βερλέν,το πανκ και το CBGB

«Το CBGB ήταν ένας μακρόστενος χώρος με την μπάρα στη δεξιά πλευρά. Στα αριστερά του χώρου υπήρχε μία χαμηλή σκηνή. Ο ήχος της μπάντας ήταν ακατέργαστος και η μουσική της εκκεντρική, απρόοπτη, αιχμηρή και γεμάτη συναίσθημα. Μου άρεσαν τα πάντα σε αυτούς. Ενιωσα ένα είδος συγγένειας με τον εξωγήινο αριστερό κιθαρίστα. Ηταν ψηλός, με αχυρένια μαλλιά και τα μακριά ευκίνητα δάχτυλά του τυλίγονταν γύρω από το μπράτσο της κιθάρας του λες και ήθελε να τη στραγγαλίσει. Ο Τομ Βερλέν είχε διαβάσει σίγουρα το ‘’Μια εποχή στην Κόλαση’’».

Patti Smith

Πάτι και Ρόμπερτ

Μτφ. Αλέξης Καλοφωλιάς

Εκδ. Κέδρος, 2015, Σελ. 368

Τιμή: 15,50 ευρώ