Ηταν ένα πανέμορφο αγόρι γύρω στα 25. Μάτια κατακόκκινα. Από την αϋπνία; Το κλάμα; Κάθε πρωί στο φανάρι, έτοιμο να καθαρίσει τα τζάμια. Επαιρνα πάντα δύο κουλούρια και του πρόσφερα το ένα. Μου έδειχνε χαμογελώντας το στομάχι του, ότι είναι χορτάτος. Δεν επέμενα. Τον ρώτησα από πού είναι και ακούστηκε μια ντροπαλή φωνή, Μπανγκλαντές. Συνέχισα να αγοράζω δύο κουλούρια, συνέχισε να μου γνέφει ότι είναι χορτάτος. Η σχέση μας χαμόγελα και γέλια, όταν καμιά φορά έτρεχα να προλάβω το φανάρι. Τον έβλεπα μέσα από τον καθρέφτη να με χαιρετάει. Τώρα πια δεν δεχόταν λεφτά. Του αρκούσε ένα χαμόγελο. Οταν δεν τον έβρισκα στη θέση του, μου έλειπε. Με μπέρδεψε. Ποιος από τους δυο μας ήταν πρόσφυγας;

Στη στήλη «Μπιλιέτο» σημαντικά πρόσωπα σχολιάζουν μία λέξη από την επικαιρότητα

Επιμέλεια

Θανάσης Θ. Νιάρχος