Είναι πολύ σημαντικό και πολύτιμο κυρίως για την αυτογνωσία μας μέσω των θεατρικών έργων του παρελθόντος να συνειδητοποιούμε την πορεία της κοινωνίας μας (ιδιαίτερα μετά την Κατοχή και τελείως ιδιαίτερα μετά τη Μεταπολίτευση). Είναι λογικό και αυτονόητο οι κοινωνίες να αλλάζουν όσο αλλάζουν και οι εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες και στην οικονομία και στην κουλτούρα και στα ήθη. Και το θέατρο είναι, όπως έλεγε και ο σαιξπηρικός Αμλετ, «ο καθρέφτης της κοινωνίας». Ο Χουρμούζης, το κωμειδύλλιο, η επιθεώρηση, ο Ξενόπουλος, ο Παντελής Χορν, η ελληνική φαρσοκωμωδία αποτυπώνουν συχνά με ακρίβεια τις μεταλλάξεις του κοινωνικού ιστού πότε στο στημόνι πότε στο υφάδι και πότε στη χρήση του υφαντού από την κουρελού στο χαλί, τα «πατάκια» δηλαδή των ηθών και του καθημερινού ύφους.

Το 1956 ο Καμπανέλλης με την εισήγηση του Αγγελου Τερζάκη παίζεται στη Νέα Σκηνή του Εθνικού με το πρωτόλειό του «Η έβδομη ημέρα της Δημιουργίας» και αμέσως την άλλη χρονιά, το 1957, εγκαινιάζεται η ένδοξη και διαρκής αναγέννηση της ελληνικής δραματουργίας με την «Αυλή των θαυμάτων». Ο Καμπανέλλης σε αυτό το λαϊκό του ρέκβιεμ στέκεται με τρυφερότητα αλλά και ανησυχία στη Ρωγμή. Δραματοποιεί ακριβώς την εποχή μετά το τέλος του Εμφυλίου και τη μαζική ανοικοδόμηση, την άναρχη και αντιαισθητική των αστικών μας κέντρων, την ώρα που από τη μια εισρέουν στις πόλεις ως εσωτερικοί μετανάστες κυνηγημένοι του Εμφυλίου αλλά και άστεγοι χωρικοί καμένων ορεινών περιοχών, την ίδια στιγμή που τα άνεργα ή «ύποπτα» νεαρά άτομα παίρνουν τους δρόμους για τα εργοστάσια της Γερμανίας, τα ορυχεία του Βελγίου και τα εργοτάξια της Αυστραλίας. Η «Αυλή» του Καμπανέλλη είναι ένας τόπος όπου για τελευταία φορά οι άνθρωποι συνυπάρχουν, διαλέγονται, εκτίθενται, ονειρεύονται, καβγαδίζουν και ερωτεύονται μέσα στην κοινότητα όπου κρίνονται και κρίνουν, λογοδοτούν και ελέγχουν, προδίδουν και αυταπατώνται.

Το έγραψα και άλλοτε στο παρελθόν, η «Αυλή» στο νεοελληνικό θέατρο αντιστοιχεί με την αρχαία τραγική και κωμική ορχήστρα, όπου ο Χορός, η αριστοτελική ηθική μεσότης, παρίσταται και κρίνει και σχολιάζει, ενθουσιάζεται και πενθεί για τα πάθη και τα όνειρα, τις αμαρτίες και τις πλάνες, την αλαζονεία και τα ορμέμφυτα των ηρώων που είναι σάρκα από τη σάρκα του.

Στην «Αυλή των θαυμάτων» η ελληνική κοινωνία περνάει από την αγροτική, εργατική και λούμπεν στρωματογραφία στον μικροαστισμό, στο παράνομο εκτός σχεδίου «κεραμίδι πάνω από το κεφάλι της» και στις πολυκατοικίες – στρατώνες, όπου ο θυρωρός εξ επαρχίας ακούει στο ραδιόφωνο των Ενόπλων Δυνάμεων δημοτικά και Καζαντζίδη και οι ένοικοι ανάλογα με τον όροφο οικοδομούν μια κοινωνία όπου συμφύρονται οι ντοπιολαλιές, οι μισθοσυντήρητοι, διορισμένοι με το μπιλιέτο του βουλευτή, οι πωλήτριες του Δραγώνα και του Λαμπρόπουλου, οι δοσάδες, οι νεόπλουτοι, οι μοναχικές σύζυγοι των ναυτικών υπερπόντιων τάνκερ, οι λαχειοπώλες και οι… σουλατσαδόροι!

ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ ΚΑΙ ΚΕΧΑΪΔΗΣ. Ο Καμπανέλλης θα χαρίσει στη δραματουργία μας και τον χαρακτήρα που συμπυκνώνει το μεταπολεμικό ήθος: αισθηματίας, καταφερτζάκος, ονειροπόλος, μικροαπατεώνας, ερημοσπίτης, συνειδητός κερατάς, σελέμης και φιλέταιρος. Αυτή η χαρακτηρολογική ανισορροπία και σχιζοφρένεια του μεταπολεμικού κυρίως Ελληνα. Ο Στέλιος, μια θεατρική περσόνα που τροφοδότησε όλο το μετακαμπανελλικό μας θέατρο.

Το 1964 ο Δημήτρης Κεχαΐδης, ακολουθώντας τη συνταγή του Δασκάλου, παρουσιάζει στον ίδιο καθαγιασμένο χώρο του Θεάτρου Τέχνης του Κουν το «Πανηγύρι», πηγαίνοντας στις ρίζες της μεταπολεμικής μας παθογένειας: στην επαρχία απ’ όπου ξεκινάνε και φτάνουν «εξόριστοι» στην Ασφαλτο και στα θυρωρεία της Αθήνας οι αγρότες του θεσσαλικού κάμπου και οι κυνηγημένοι του Εμφυλίου. Από το δίδυμο αυτό, «Αυλή» – «Πανηγύρι», δύο συμβολικοί τόποι και τρόποι της ιδιοπροσωπίας μας, και μέσα σε τριάντα χρόνια που διέρρευσαν και με μεσάζουσα τραγωδία τη χούντα, η κοινωνία της Ελλάδας γύρισε τούμπα.

Για να ακολουθήσουμε τους δύο σημαντικούς αυτούς δραματουργούς, η Ελλάδα αστικοποιήθηκε χωρίς πρόγραμμα, χωρίς λογική, χωρίς εσωτερική διεργασία, χωρίς καν νέα ταξική (αστική) συνείδηση.

Ο Καμπανέλλης στο αριστούργημά του «Ο δρόμος περνά από μέσα» ανατέμνει μια κοινωνική παθογένεια όπου το παλιό αρχοντικό ήθος διακωμωδείται από τον αεριτζή και λαμόγιο, ενώ η νέα κληρονομούσα το αρχαίο ήθος γενιά πουλά τα τιμαλφή της και ατιμάζει την αθωότητα εκπορνεύοντας τα πάντα.

Ο Κεχαΐδης τώρα πλέον με την άξια σύντροφό του Ελένη Χαβιαρά μετά το αριστούργημά τους «Δάφνες και πικροδάφνες», που παίζεται με αριστουργηματική διανομή στο Θέατρο Μουσούρη, εισβάλλουν στο μικροαστικό σαλόνι και εστιάζουν τον φακό τους σε τέσσερις γυναίκες που από τα συμφραζόμενα έχουν ένα καλό εισόδημα (υπάλληλοι – έμποροι κ.τ.λ.) και μόνο μέλημά τους είναι το σεξ, νόμιμο και παράνομο, ουσιαστικό ή πλασματικό, πραγματικό ή φαντασιακό.

Επί δύο ώρες καταστρώνουν σχέδια για να γεμίσουν το υπαρξιακό τους κενό είτε δολώνοντας το αγκίστρι τους για να προσελκύσουν άντρα είτε να φαντασιωθούν με τα εξωτικά ερωτικά μαντζούνια του «Κάμα – Σούτρα» στην Ταϊλάνδη.

Από την «Αυλή» στο παλαιοπωλείο των τιμαλφών του Καμπανέλλη και από το «Πανηγύρι» στο σεξσόπ των Κεχαΐδη – Χαβιαρά, η Ελλάδα όπου και να ταξιδέψουμε πλέον μας πληγώνει και μας προδίδει.

ΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ. Στο θέατρο Στοά ο ταμένος στο ελληνικό έργο Θανάσης Παπαγεωργίου ανέβασε το τελευταίο έργο του Κεχαΐδη παρουσία της Ελένης Χαβιαρά με ένα δυναμικό κουαρτέτο (σκέφτομαι τώρα πως μετά τις «Δάφνες» με τέσσερις άνδρες, ήταν έξοχος ο δραματουργικός στόχος για ένα έργο με τέσσερις γυναίκες!). Η πυρετική Ευδοκία Σουβατζή, η ειρωνική Εύα Καμινάρη, η πανικόβλητη Χριστίνα Πλατανιώτη και η κυνική Ελευθερία Στεργίδου δίνουν ρέστα με έναν καλπάζοντα (δίκην αγχώδους οργασμού) ανέφικτο ερωτικό ρυθμό. Μια σεξιστική λύσσα που διαλύεται μέσα σε ανθοδοχεία με πλαστικά άνθη, τασάκια με αποτσίγαρα και αχρησιμοποίητα προφυλακτικά.

Στο θέατρο Altera Pars, από ένα πράγματι νέο και πολλά υποσχόμενο επιτελείο ηθοποιών με την καθοδήγηση και τη μετρημένη σκηνοθεσία του Πέτρου Νάκου (που υποδύεται και τον Στράτο), «Η Αυλή των θαυμάτων» αναδύεται ακμαία, πάντα ερεθιστικά ερευνητική για τα ήθη μας και πάντα μια ανεπανάληπτη πινακοθήκη χαρακτηρολογικού νεοελληνικού τυπολογίου. Θαυμάσιος ο χώρος που δημιούργησε ο Σ. Πασχαλίδης και εντυπωσιακά θεατρική η μουσική της Ελ. Λομβάρδου.

Εκτός από τον έμπειρο Πασχαλίδη (Ιορδάνης) δεν θα ήθελα να διακρίνω κανέναν ξεχωριστά από τον πληθωρικό θίασο. Η παράσταση έχει κύρος φρεσκάδα, ρυθμό και νεοελληνικό ήθος και φωνή πατρίδας. Ετσι για να τιμήσω την ομάδα ονομάζω: Ε. Καστανά, Τ. Περάκης, Ειρ. Τσιριγώτη, Βαλ. Σαπανίδου, Αργυρώ Τσιρίτα, Εφη Κιούκη, Αλ. Τρανουλίδης, Αγγ. Κοντού, Γιάννης Παπαθανάσης (Στέλιος), Μάνος Γερωνυμάκης, Δημ. Περράκης. Δείτε τις δύο αυτές παραστάσεις που τις χωρίζουν ως κείμενο 37 χρόνια και θα αντιληφθείτε πού είμαστε, πώς ξεκινήσαμε και πού αράξαμε.

«Η αυλή των θαυμάτων»

Συγγραφέας:

Ιάκωβος Καμπανέλλης

Σκηνοθεσία:

Πέτρος Νάκος

Παίζουν:

Γιάννης Παπαθανάσης, Πέτρος Νάκος, Σάββας Πασχαλίδης, Βάλια Σαπανίδου, Αγγελική Κοντού, Ελενα Καστανά, Αλέξανδρος Τρανουλίδης,

Πού:

Θέατρο Altera Pars, Μεγάλου Αλεξάνδρου 123, Κεραμεικός, τηλ. 210-3410.011

«Με δύναμη από την Κηφισιά»

Συγγραφείς:

Δημήτρης Κεχαΐδης – Ελένη Χαβιαρά

Σκηνοθεσία:

Θανάσης Παπαγεωργίου

Παίζουν:

Ευδοκία Σουβατζή, Εύα Καμινάρη, Χριστίνα Πλατανιώτη, Ελευθερία Στεργίδου

Πού:

Θέατρο Στοά, Μπισκίνη 55, Ζωγράφου, τηλ. 210-7702.830