Οπως συνέβη και με τη λίστα Λαγκάρντ που ήταν προϊόν επεξεργασίας τραπεζικών δεδομένων από το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις φαίνεται ότι δεν υπάρχει λίστα καταθετών. Υπάρχει όμως τεράστιος όγκος τραπεζικών δεδομένων που μπορούν, έπειτα από συνδυαστικό έλεγχο, να οδηγήσουν σε πρόσωπα. Είναι κάτι στο οποίο το Ντύσελντορφ θέλει, εδώ και αρκετά χρόνια, να βοηθήσει την Αθήνα.
Σχετική πρόταση έκανε στην ελληνική πλευρά το 2012, αλλά το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή έγινε μόλις τον περασμένο Μάιο. Μετά το πρωτοσέλιδο δημοσίευμα των «ΝΕΩΝ» στις 25 Απριλίου με τίτλο «Λίστες στα αζήτητα –τις έχουν στο Βερολίνο και λένε ότι θέλουν να μας τις δώσουν», στα τέλη Μαΐου μετέβη στο Ντύσελντορφ ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον γενικό γραμματέα Καταπολέμησης της Διαφθοράς Γιώργο Βασιλειάδη που συναντήθηκε με τον υπουργό Οικονομικών Βάλτερ-Μπόργιανς.
Είναι αυτά που παραδόθηκαν αρμοδίως στις 25 Νοεμβρίου στην Ελλάδα. Ο Βάλτερ-Μπόργιανς επιβεβαιώνει ότι δεν είχε καμία συνάντηση με τον πρώην υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα για τις λίστες ούτε με άλλον υπουργό Οικονομικών και ότι τον περασμένο Μάιο ήταν η πρώτη φορά που προσφέρθηκαν από τους Γερμανούς τα δεδομένα των CD.
Η εκπαίδευση ελλήνων υπαλλήλων
Την ίδια πρόταση έκανε και στον υφυπουργό Εξωτερικών Κωνσταντίνο Τσιάρα που επισκέφθηκε τον Ιανουάριο του 2013 το Ντύσελντορφ. «Εδειξε ενδιαφέρον και είπε ότι η Αθήνα θα εξετάσει την προσφορά. Η πρόταση έγινε επανειλημμένως, αλλά στα τρία χρόνια δεν αξιοποιήθηκε. Πρώτη φορά υπήρξε επαφή τον περασμένο Μάιο».
Το ενδιαφέρον των Γερμανών είχε πάντα και μια εσωτερική πολιτική διάσταση. Στον βαθμό που η Ελλάδα αξιοποιεί μια τέτοια πρόταση, ενισχύεται και στο εσωτερικό της Γερμανίας η αποδοχή της βοήθειας στην Ελλάδα.
Η πλήρης συγκατάθεση του Σόιμπλε
Αλλά ο Σόιμπλε απάντησε αμέσως ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, αντίθετα κάθε βοήθεια από τα κρατίδια είναι ευπρόσδεκτη» λέει. Αλλωστε οι φορολογικές Αρχές στη Γερμανία είναι υπόθεση των κρατιδίων και όχι της κεντρικής κυβέρνησης του Βερολίνου.
Εκπαίδευση για τις πρακτικές τραπεζών και φοροφυγάδων, την επεξεργασία ψηφιακών δεδομένων αλλά και για τη νομική πτυχή, καθώς πρόκειται για πληροφορίες που προέρχονται από δεδομένα που υπεξαιρέθηκαν. Μέσω μιας συνδυαστικής έρευνας οι Γερμανοί φτάνουν στους φοροφυγάδες.
Ανάλογη έρευνα πρέπει να κάνουν και οι ελληνικές Αρχές, διότι τα δεδομένα που πήραν από τους Γερμανούς είναι λογαριασμοί και κινήσεις και θα πρέπει να γίνει πολλή δουλειά για να ταυτοποιηθούν με πρόσωπα ή εταιρείες. Σίγουρα δεν πρόκειται για 10.000 διαφορετικά πρόσωπα τα οποία μπορεί να διαθέτουν έναν ή περισσότερους λογαριασμούς.
Ποντάροντας στην «αυτοκαταγγελία»
Τον Αύγουστο του 2012 η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία αγόρασε για δεύτερη φορά CD με σημαντικό αριθμό δεδομένων, από τα οποία προέρχονται και αυτά που δόθηκαν στην Ελλάδα. Ο στόχος ήταν διπλός: πρώτον, να φτάσει η Οικονομική Εισαγγελία στα ίχνη φοροφυγάδων για να γίνει στη συνέχεια ο έλεγχος.
Δεύτερον, να δημιουργηθεί κλίμα πίεσης προκειμένου οι φοροφυγάδες να αυτοκαταγγελθούν για να αξιοποιήσουν τις θετικές διατάξεις της αυτοκαταγγελίας πριν τους τσιμπήσει η Εφορία. Από εκεί προέρχονται και τα περισσότερα έσοδα. Διότι ο έλεγχος δεν είναι, στην πραγματικότητα, εύκολη υπόθεση.
Το σύστημα απέδωσε μέχρι τώρα 5 δισ. ευρώ πρόσθετα έσοδα για τη Γερμανία. Μόνο το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας συγκέντρωσε 2 δισ. ευρώ διαφυγόντα φορολογικά έσοδα. Από αυτά, τα 200 εκατ. προήλθαν από την αξιολόγηση των CD. Τα 600 εκατ. προήλθαν από πρόστιμα στις ελβετικές τράπεζες –μόνο η UBS πλήρωσε 300 εκατ., μικρότερα πρόστιμα για συνέργεια σε φοροδιαφυγή πλήρωσαν οι τράπεζες Credit Suisse, Julius Baer, Basler Kantonalbank.
Η προστασία του απορρήτου
Φαινόμενα διαρροής των ευαίσθητων δεδομένων δεν υπήρξαν μέχρι τώρα στη Γερμανία ούτε έγιναν πρωτοσέλιδα εφημερίδων, όπως με τη λίστα Λαγκάρντ στην Ελλάδα. Πώς είναι σίγουρος ο υπουργός Οικονομικών της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας ότι τα δεδομένα που έδωσε στους Ελληνες δεν θα καταλήξουν στα χέρια αναρμόδιων για να διασυρθούν νομοταγείς πολίτες; «Οι πληροφορίες των αγορασμένων CD εμπίπτουν στο φορολογικό απόρρητο στη Γερμανία.
Οι υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να το τηρούν αυστηρά, και το τηρούν» λέει ο Βάλτερ-Μπόργιανς. «Εάν θέλαμε να αποκλείσουμε παντελώς αυτό τον κίνδυνο, το αντίτιμο θα ήταν να μείνουν στο απυρόβλητο χιλιάδες φοροφυγάδες εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Για αυτό και τα δικαστήρια στη Γερμανία θεωρούν σύννομη την αγορά δεδομένων και την αξιολόγησή τους».