Η ζεστή, τόσο χαρακτηριστική φωνή του, με το γνώριμο αξάν, αποτελεί συνώνυμο των μεγάλων διοργανώσεων. Ποδοσφαιρικών και μη. Αλλά ο Γιάννης Διακογιάννης, με τη γαλλική παιδεία και καταγωγή, είναι και τόσα πολλά ακόμη που ξεπερνούν τη φωνή: ένας αληθινός ποταμός γνώσεων και μάλιστα πολυεπίπεδος.

Η πορεία του Διακογιάννη στον αθλητισμό αρχίζει ακριβώς πριν από 60 χρόνια. Και ω της σύμπτωσης, το 1955 είδε διά ζώσης τη Ρεάλ στο Παρίσι, μια ομάδα που έπαιξε και μεσοβδόμαδα στην Πόλη του Φωτός κόντρα στην Παρί Σεν Ζερμέν. Τότε γίνονταν αγώνες μεσογειακών χωρών. Εχοντας δάσκαλο τον Ανό του France Football, ο Διακογιάννης άρχιζε να εμπλουτίζει το αρχείο του. «Αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να έχει ένας αθλητικός συντάκτης. Πήρα τετράδιο, άρχισα τις σημειώσεις και κρατούσα στοιχεία για το αγγλικό πρωτάθλημα, αλλά και για στίβο και ποδηλασία».

Η πρώτη του μετάδοση ήταν ραδιοφωνική. Το ’62 σε ένα ματς της Λυών με τον Ολυμπιακό. Αρεσε πολύ. Και το ’66 άρχισαν οι τηλεοπτικές μεταδόσεις. Πολλά στιγμιότυπα, πρώτα τη Δευτέρα και μετά την ημέρα των αγώνων χωρίς ήχο και μόνο με τα ακούσματα από τα γήπεδα.

Σταδιακά μπήκε στη ζωή του πολύπειρου δημοσιογράφου – σπορτσκάστερ και η «Αθλητική Κυριακή», με το σήμα της συγκεκριμένης εκπομπής να αντέχει μέχρι σήμερα στον χρόνο και να θεωρείται κλασικό. Το ακούς και σκέφτεσαι: Διακογιάννης!

Η εκτόξευση του ανθρώπου που σημάδεψε τις αναμνήσεις πολλών ποδοσφαιρόφιλων υπήρξε θεαματική. Ατέλειωτες ώρες ζωντανών τηλεοπτικών μεταδόσεων. Συγγραφή 11 βιβλίων για τον αθλητισμό, Ολυμπιακοί Αγώνες, Παγκόσμια Κύπελλα, τα πάντα. Με κέφι εφήβου από καιρό εις καιρόν έγραφε στις εφημερίδες όπου εργαζόταν αφιερώματα για σπουδαίους ποδοσφαιριστές. Το «Λίμπρο Ντ’ Ορο του ποδοσφαίρου», επί «Μεσημβρινής», υπήρξε θησαυρός. Πίσω από το μικρόφωνο βρέθηκε σε πέντε Ολυμπιακούς Αγώνες και οκτώ Μουντιάλ. Τελευταίο ήταν αυτό της Γαλλίας (1998). Μετά το Χιλή – Ιταλία έπαθε εγκεφαλίτιδα και κινδύνευσε σοβαρά η ζωή του. Η αγαπημένη του σύζυγος Βαρβάρα έτρεξε πολύ τότε, όπως και οι γιατροί του Νοσοκομείου του Παρισιού. Μια περιπέτεια που θέλει να ξεχάσει –όχι όμως και τις ευχές του κόσμου για ταχεία ανάρρωση ή το μπουκέτο που του έστειλε ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος. Με τον οποίον δεν γνωρίζονταν, σημειωτέον.

Αυτός είναι, όμως, ο Γιάννης Διακογιάννης. Εχει παντού φίλους. Τον Καμάρα. Τον «αδελφό» του, τον Λάκη Νικολάου. Την οικογένεια Βαρδινογιάννη. Ο δε αξέχαστος Νίκος Γουλανδρής τον είχε προσκαλέσει τρεις φορές για φαγητό, μολονότι ο ίδιος ο δημοσιογράφος θεωρείται ακραιφνής Παναθηναϊκός. Διαθέτει το προνόμιο να μπορεί να πηγαίνει σε όλα τα γήπεδα της ελληνικής επικράτειας χωρίς να τον ενοχλεί άνθρωπος. Και να σηκώνει τα τηλέφωνα καλώντας τον οποιονδήποτε παράγοντα. «Στράτο, να τον προσέχεις τον μικρό», έλεγε προς τον παντοδύναμο μια εποχή στην ΑΕΚ Στράτο Γιδόπουλο, όταν είχαμε αναλάβει το ρεπορτάζ. «Νίκο, να κάνουμε μια συνέντευξη», τόνιζε μια άλλη φορά προς τον Σαργκάνη. Με Οσιμ και Μπάγιεβιτς, μιλούσε πάντα με άνεση, ενώ φίλος του είναι ο Σάββας Θεοδωρίδης. Ουδείς μπορεί να τον χαρακτηρίσει γνήσιο «εφημεριδά», έκανε όμως σημαντική καριέρα και στις εφημερίδες. Σε «Αθλητική Ηχώ», «Φως των Σπορ», «Ελευθεροτυπία», «Μεσημβρινή», «ΤΑ ΝΕΑ». Ουδέποτε έβαλε νερό στο κρασί του, ούτε φυσικά στο ουίσκι, μια μικροαπόλαυση που ενίοτε επέτρεπε στον εαυτό του. Πολλές φορές μάλιστα προέβαλλε και βέτο για θέματα ή οτιδήποτε άλλο. Στη Χρήστου Λαδά η άποψή του ήταν νόμος.

«Δεν κατάλαβα; Δεν πήγες στο φιλικό του Αθηναϊκού; Γιατί;». Αποψή του ήταν πως ο ρεπόρτερ πλάθεται στον χώρο των γεγονότων. Εκτοτε πηγαίναμε και σε προπονήσεις!

Αν τον ρωτήσεις για την κορυφαία πεντάδα του 20ού αιώνα, θα απαντήσει άμεσα και κοφτά: Πελέ, Ντι Στέφανο, Μαραντόνα, Κρόιφ, Πούσκας. Τελεία. Δεν δέχεται περαιτέρω συζητήσεις ούτε μπαίνει σε τριπάκια – διλήμματα για Μέσι ή Πελέ. Ξεκάθαρη θέση. Ποια επιτυχία θα ήθελε να έχει μεταδώσει; «Τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ’98. Τον θρίαμβο της Εθνικής Γαλλίας. Γαλλίδα η μητέρα μου γαρ». Εκείνη τη χρονιά η ιστορία πήρε ρεβάνς από το παρελθόν και το ’82. Γιατί στη Σεβίλλη το 3-1 των Γάλλων έγινε 3-3 και μετά ήρθε ο πικρός αποκλεισμός από τη Γερμανία. «Δεν χωνεύω τους Γερμανούς», ομολογεί και όλοι θα θυμούνται τις φαρμακερές ατάκες για τον Σιξ που έβγαζε το ψωμί του στη Γερμανία και τη Στουτγάρδη… «Το καλύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο, πάντως, ήταν μακράν αυτό του ’70. Ομαδάρες βλέπαμε. Βραζιλία, Γερμανία, Περού, Ιταλία και όχι μόνο».

Εξίσου μεγάλη αγάπη με το ποδόσφαιρο έχει και για τη μουσική: «Δεν ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Μουσικός ήθελα, πιανίστας. Στο πιάνο ήταν συνέχεια η μάνα μου, αλλά στην Κατοχή το πουλήσαμε. Εχω πει πως προτιμούσα να δω τη Μαρία Κάλλας στο Ηρώδειο από έναν τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου. Και έχω κάνει εκπομπές μουσικές στο ραδιόφωνο», συμπληρώνει.

Εκτός γραφείου ή μακριά από το στούντιο, οι ιστορίες που διηγείται καθηλώνουν τον ακροατή. Ποτέ δεν είπε όχι στην παρέα. Ουδέποτε αρνήθηκε να πάει για ένα κρασί με νεοσσούς του επαγγέλματος. Στον Μιχαλάκο ή τον Βυρίνη στο Παγκράτι. Και να είναι στη μέση, συνήθως με ένα Gitanes στο χέρι, ως φάρος γνώσεων και ουχί ως δάσκαλος.