Τη Σοφία Νικολαΐδου τη γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια και την εκτιμώ πάρα πολύ ως συγγραφέα. Εχω διαβάσει όλα της τα βιβλία και το ένα είναι καλύτερο από το άλλο. Το συγκεκριμένο όμως είναι κάτι άλλο. Με τη Σοφία λόγω απόστασης δεν κάναμε πολλή παρέα άλλα πάντοτε διατηρούσαμε μια επαφή. Πριν από δέκα μήνες, στις 19 Δεκεμβρίου 2014, στις 1.33 μ.μ., της έστειλα ένα e-mail για μια παρουσίαση του βιβλίου μου «Μελίσσια» στον Ιανό Θεσσαλονίκης. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία να τα ξαναπούμε, έγραψα. Η απάντηση ήρθε στις 6.29 μ.μ. και ήταν η εξής:

Καλέ μου Αλέξη,

δεν έχεις σημειώσει ημερομηνία:) Οπως και να ‘χει, δε θα μπορέσω να έρθω. Είμαι σε χημειοθεραπεία. Ολα βαίνουν καλώς, όμως έχω κόψει τις παρουσιάσεις (και τις δικές μου και των φίλων:).

Εύχομαι από καρδιάς καλοτάξιδο,

υγεία και χαρά,

με χαμόγελο,

σ

Εάν στη θέση μιας λέξης υπήρχε μια άλλη θα σήμαινε ότι η Σοφία είχε ένα κώλυμα, μια ανειλημμένη υποχρέωση, κάποιο ταξίδι. Ομως στην οθόνη η λέξη έστεκε μεγαλοπρεπής στο άψογο Times New Roman font της: «χημειοθεραπεία». Της απάντησα αμέσως. Ετσι έμαθα ότι η Σοφία είχε καρκίνο του μαστού. Διατηρήσαμε μια αλληλογραφία (ιδιαίτερα πολύτιμη για μένα) και δεν μπορώ ακόμη να φανταστώ ότι πριν καν κλείσει ένας χρόνος από αυτή την πρόσκληση γράφω ένα κείμενο για το εξαιρετικό βιβλίο της όπου εξιστορεί την περιπέτειά της, στο οποίο μάλιστα περιέχεται αυτούσιο ένα μεταγενέστερο e-mail μου προς την ίδια (όσοι έχετε διαβάσει μυθιστορήματά μου δεν είναι δύσκολο να το εντοπίσετε), κάτι βαθιά συγκινητικό και τιμητικό για μένα. Η αφήγηση αυτή είναι στην κυριολεξία εγγεγραμμένη στα κύτταρά της (τα λογοτεχνικά αλλά και τα πραγματικά). Αλλωστε και η ίδια η αφήγηση είναι μια λειτουργία κυτταρική, αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης.

Περνάμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας με το να είμαστε θεατές στις δυστυχίες των άλλων. Είναι κι αυτό από τα τιμήματα της νεωτερικότητας. Νομοτελειακά οι πιθανότητες να συμβεί κάτι κακό αφορούν τον Αλλο. Οπως όμως λέει και η συγγραφέας: Αλλο να το ακούς (με τους μακρινούς), άλλο να το βλέπεις (με τους κοντινούς) κι άλλο να το ζεις (στο σώμα σου). Ο Χέγκελ έλεγε ότι η ελευθερία κατακτάται μονάχα με το να διακινδυνεύει κανείς τη ζωή του. Αν το πάρουμε τοις μετρητοίς όλοι όσοι θέλουμε να αφήσουμε ένα αποτύπωμα σε αυτόν τον κόσμο, κρεμόμαστε από μια τρίχα.

Η συγκεκριμένη αρρώστια δεν είναι στατική. Κινείται, και πρέπει να απαντήσεις. Ο καρκίνος αλλάζει ριζικά μια παγιωμένη συνθήκη και σε καλεί να προσαρμοστείς. Είναι μια πάρα πολύ έξυπνη ασθένεια. (ο γιατρός)-Δε μας συμφέρει αυτό, μονολογώ.

Η αρρώστια αφορά το σώμα. Το σώμα ως αντικείμενο, θεωρητικά. Μπορείς όμως να θεωρήσεις το σώμα σου ως αντικείμενο; Μπορείς να πεις ότι το πόδι (σου) έχει ακουμπήσει στο πάτωμα, δίπλα στο καλάθι με τα περιοδικά;

Εδώ τίθενται κάποια ζωτικά ζητήματα στα οποία η Νικολαΐδου απαντά με τον δικό της μοναδικό, ειλικρινή, αυτοσαρκαστικό, ουσιαστικό, ενίοτε χιουμοριστικό, ενίοτε ζοφερό αλλά πάντοτε βαθιά ανθρώπινο τρόπο. Η επιλογή της, σχεδόν αμέσως μετά τη διάγνωση είναι η γραφή. Η γραφή την κρατά σε ισορροπία, της δημιουργεί τη ζωτική απόσταση, όχι την απώθηση, αλλά την ευεργετική αυτή απομάκρυνση που μεταμορφώνει την αφήγηση (το χρονικό) του καρκίνου (της αρρώστιας) σε αφήγηση ζωής.

Ολα τα στάδια είναι εδώ: συνήθως το σώμα στον καρκίνο «καταναλώνεται». Αλλάζει, μεταμορφώνεται. Ο καρκίνος έχει μόνο αληθινά συμπτώματα. Κουτσουρεύει την ενέργεια, μεταμορφώνει, συρρικνώνει. Το ιδιάζον είναι ότι η ίδια η νόσος (έπειτα από μια επέμβαση) είναι αόρατη (ο εχθρός είναι αόρατος) μέχρι που στη χειρότερη περίπτωση κάποιοι να φθάσουν στο τελικό στάδιο, οπότε πια είναι αργά. Οι καρκινοπαθείς δεν κουβαλούν τις βιοψίες τους.

Είναι μια ασθένεια σταδίων που έχει φάσεις, και, ακόμη στις μέρες μας, παράγει αμήχανα κλισέ: «επάρατος νόσος» κ.λπ. Δεν πρόκειται για μια αρρώστια του χρόνου αλλά μια παθολογία του χώρου, με την τοπογραφία του να εξαπλώνεται. Οσο για το τοπίο της «μάχης», δεν μπορεί πάρα να είναι το ίδιο το σώμα.

Ωστόσο υπάρχει και μια αισιόδοξη νότα. Σήμερα, με τη ραγδαία εξέλιξη της ιατρικής, η νόσος έχει ώς ένα σημείο «απενοχοποιηθεί» και τα στερεότυπα φθίνουν. Υπάρχουν πάμπολλες περιπτώσεις ανθρώπων, η πλειοψηφία ίσως, που ξεπερνούν το πρόβλημα. Τα novel drugs, τα πρωτόκολλα, οι συνεχείς ανακαλύψεις μέρα τη μέρα δίνουν ελπίδες στους ασθενείς ότι με τη σωστή αγωγή και την κατάλληλη θεραπεία μπορεί μεν να αποτελεί μια εμπειρία αλλαγής ζωής και κοσμοθεωρίας αλλά με τίποτα μια «θανατική καταδίκη». Εύχομαι να έρθει η μέρα –νομοτελειακά θα έρθει –που θα είναι σε μεγάλο βαθμό ιάσιμη.

Πίσω στο βιβλίο. Πρόκειται για ένα τύποις «χρονικό» το οποίο ωστόσο είναι πούρα λογοτεχνία. Με αισθήματα, συγκρούσεις, ανατροπές, η δε δομή του είναι ημερολογιακή. Αρχίζει με τη διάγνωσή της που έγινε στις 22 Σεπτεμβρίου 2014 και τελειώνει την Τρίτη 24 Μαρτίου 2015, μην παραλείποντας ούτε μια μέρα, ενώ ο τίτλος της κάθε ενότητας είναι η εκάστοτε ημερομηνία. Η δομή αυτή κάνει τον αναγνώστη να παρακολουθεί σχεδόν σε πραγματικό χρόνο τα πάντα, η συγγραφέας ωστόσο δεν περιορίζεται στην καταγραφή. Πλαταίνει, βαθαίνει και εξορύσσει από τα συμβάντα το μεδούλι τους.

Είναι πολύ δύσκολο να αισθητικοποιήσει κανείς αυτή την αρρώστια όπως παλιότερα γινόταν με τη φυματίωση που έχει καταγραφεί έως και η «αρρώστια του πάθους». «Η αρρώστια είναι μεταμορφωμένη αγάπη» λέει ο Τόμας Μαν στο «Μαγικό Βουνό». Ο καρκίνος δεν είναι «διακοσμητική» ή «λυρική» νόσος –δεν είναι τυχαίο ότι είναι σπάνιο θέμα για ποίηση.

Η Σοφία Νικολαΐδου κοιτάζει απευθείας τον εχθρό στα μάτια. Τον αναγνωρίζει από την πρώτη στιγμή. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν εκστομίζει ποτέ το «γιατί σε μένα;» Μέχρι το δευτερόλεπτο που άκουσα το «κατά πάσα πιθανότητα, ναι» από τον ακτινολόγο, πίστευα πως ο καρκίνος συμβαίνει στους άλλους, γράφει. Η αντίδραση είναι ρίγος. Ρίγος θα πει να μην ορίζεις το σώμα σου. Να διαλαλεί αυτό την αγωνία σου, πριν από σένα. Κι ύστερα διαφύλαξη ρουτίνας ζωής, κάτι εξαιρετικά δύσκολο και θαρραλέο. Με κόστος, φυσικά. Από τη μέρα που το έμαθα, κοιμάμαι αργά, ξυπνάω νωρίς.

Την επόμενη κιόλας μέρα της διάγνωσης, γράφει: Σκέφτομαι: θα γράψω ένα βιβλίο, ένα βιβλίο γι’ αυτό, θα παρατήσω το μυθιστόρημα. Ενα χρονικό για την αρρώστια πάνω στο σώμα μου. Εχω ενημερώσει τους πάντες. Λέω τη λέξη παντού, σχεδόν την πετάω στα μούτρα τους. Μου κάνει καλό αυτό. Δε θέλω μυστικά, δε θέλω κλειστές πόρτες, τα θέλω όλα στο φως. Καρκίνος, καρκίνος, καρκίνος. Η αρρώστια μου έχει όνομα. Και θεραπεία.

Οσοι πέρασαν ή περνούν αυτήν την εμπειρία ή έχουν δικό τους άνθρωπο που τη ζει ή την έζησε θα βρουν εδώ έναν αληθινό καθρέφτη που δεν παραμορφώνει τίποτα. Που λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Που μιλάει για την πρώτη εφιαλτική αναζήτηση στο Ιντερνετ όπου ο ασθενής πανικοβάλλεται με τα νούμερα, τις στατιστικές, τα προσδόκιμα. Ωστόσο ο καθένας είναι η ατομική του περίπτωση. Κάθε σώμα είναι ένα άλλο σώμα. Οπως και κάθε ψυχή. Αν κάτι είναι σίγουρο είναι το πόση σημασία έχει ο τρόπος αντιμετώπισης της νόσου. Δεν μπορεί κανείς να παριστάνει τον φακίρη, ενώ οι αυτοκαταστροφικές και αυτοτιμωρητικές σκέψεις κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Δεν είμαι η αρρώστια, είμαι άρρωστη, λέει η συγγραφέας. Και αλλού: Η αρρώστια, όπως τα γηρατειά, σε αλλάζει. Σκάβει μέσα βαθιά και βγάζει τον ορυκτό εαυτό στην επιφάνεια. Σε κάνει αυτό που είσαι.

Η ζωή είναι πληθυντικού αριθμού

Η αρρώστια είναι ενικού αριθμού. Η ζωή όμως είναι πληθυντικού. Δεν υπήρχε περίπτωση το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον της συγγραφέως να μείνει απέξω. Οι αντιδράσεις (σε όλες τις συναισθηματικές γκάμες) είναι ανάγλυφα δοσμένες, με τον γιο της – έναν φοβερό πιτσιρικά – να εκτοξεύει μερικές τρομερές ατάκες που λειτουργούν λυτρωτικά και συγκινητικά.

Ενα κορυφαίο σημείο της αφήγησης είναι οι μοναχικές βόλτες της ηρωίδας – συγγραφέως στην παραλιακή της Θεσσαλονίκης όπου νιώθει και ερμηνεύει γνώριμα καθημερινά τοπία σαν να τα αντικρίζει για πρώτη φορά. Είπαμε, τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Μετά την αρρώστια όλα διυλίζονται διαφορετικά.

Οσο για την ίδια τη λογοτεχνία, μιλάμε για ένα βιβλίο που γράφτηκε εν θερμώ και δημοσιεύεται δεκατρείς μόλις μήνες μετά το συμβάν. Παρά την «επείγουσα» και χρονογραφική του συνθήκη, το επίπεδο γραφής είναι υψηλότατο, ο αφηγηματικός ρυθμός είναι μαστορικός, η «ευεργετική απόσταση» δραστικότατη, κάνοντας αυτή την ανταπόκριση από την εμπόλεμη ζώνη της νόσου ένα πραγματικά ψυχωφελές και αξιοδιάβαστο ανάγνωσμα και αποδεικνύοντας περίτρανα πως, ό,τι κι αν συμβαίνει, once as writer always a writer. Ενα λάιβ χρονικό μιας αρρώστιας – ταμπού που σπάει κόκαλα. Αξιο να διαβαστεί από όλους είτε έχουν προσλαμβάνουσες είτε όχι.

Απόσπασμα

(απόσπασμα από το βιβλίο)

«Κατά πάσα πιθανότητα, ναι»

Διαγνώστηκα με καρκίνο στον μαστό τη Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου στις 15.27 σε ένα διαγνωστικό κέντρο στην Βασιλίσσης Ολγας. Μέχρι το δευτερόλεπτο που άκουσα το «κατά πάσα πιθανότητα, ναι» από τον ακτινολόγο, πίστευα πως ο καρκίνος συμβαίνει στους άλλους. Στην οικογένειά μας δεν τον ξέραμε. Ξέραμε την πάρκινσον, τις κολπικές μαρμαρυγές, τα μυοσκελετικά. Χοληστερίνη, πίεση. And that’s it. Είχα την αλαζονεία του υγιούς. Πίστευα ότι θα πεθάνω σε βαθιά γεράματα. Οτι έχω χρόνο να τρώγομαι με βλακείες.

Η υγεία ήταν αυτονόητη, μου είχε δοθεί από κούνια. Ημουν σαράντα έξι ετών. Δεν είχα νοσήσει ποτέ σοβαρά.

[…]

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν μια θεωρητική πιθανότητα. Οπως το να πέσει το αεροπλάνο. Να εκτροχιαστεί το τρένο. Να σε χτυπήσει αυτοκίνητο, την ώρα που διασχίζεις τη διάβαση. Κοιτώ τον γιατρό. Ψηλός κι αδύνατος σαν μακαρόνι, έχει ένα πρόσωπο οστεώδες και μακρόστενο, με πλατύ μέτωπο και μπουμπουκωτά χείλια. Αυτή τη στιγμή είναι σοβαρός και συγκεντρωμένος. Τόσο συγκεντρωμένος στην οθόνη του, που δεν μου αρέσει καθόλου. Βλέπω να κοκκινίζουν στο μόνιτορ κάποιες περιοχές. Μετρά διαστάσεις.

Πόσα δευτερόλεπτα χρειάζονται, για να το σκεφτώ;

Και πόσα δευτερόλεπτα, για να το ξεστομίσω;

– Είναι καρκίνος;

– Κατά πάσα πιθανότητα, ναι.

Μέσα σε ένα τικ, αυτό που φαινόταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας γίνεται η ατομική μου πραγματικότητα.

– Και τώρα;

– Και τώρα πρέπει να αποκλείσουμε τις μεταστάσεις, λέει. Θα κάνουμε αξονικές.

– Πότε;

– Αμεσα. Περάστε έξω, να σας δώσω το φάρμακο.

Μάλιστα. Σε όλους αναλογεί ένα ποσοστό πανικού, πόνου, δυστυχίας.

Το δικό μου θα είναι αυτό.