Είκοσι πέντε χρόνια κλείνει η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση και μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ζωής της, έχει προσφέρει στο ελληνικό κοινό από ελληνικές κωμικές, δραματικές και καθημερινές κοινωνικές σειρές, κυρίως στις ώρες υψηλής τηλεθέασης και ξένες παραγωγές υψηλού επιπέδου έως άπειρες ώρες τηλεπαιχνιδιών, από αθλητικές απευθείας μεταδόσεις αγώνων μπάσκετ, ποδοσφαίρου και βόλεϊ έως μαραθώνιες μεταδόσεις, από ταινίες, κοινωνικές, φανταστικές, δράσης και περιπέτειας έως δακρύβρεχτες σαπουνόπερες, ριάλιτι, υπνωτιστές και μέντιουμ, από ατέλειωτες ώρες συζητήσεων έως καβγάδες και συμφιλιώσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα των δελτίων ειδήσεων, από επιχειρήσεις διάσωσης, θεομηνίες, ναυτικές τραγωδίες και καταστροφές δασών έως παρ’ ολίγον πολεμικές συρράξεις. Μέσα σε αυτά τα χρόνια η ελληνική τηλεόραση ξέφυγε οριστικά από το σύνδρομο της «κονσέρβας» και εισήλθε στο σύνδρομο της «απευθείας σύνδεσης», των παραθύρων και των ριάλιτι ασήμων που γίνονται διάσημοι για λίγες ημέρες και επωνύμων που επιζητούν να παραμείνουν επώνυμοι.

Στον τομέα της ενημέρωσης τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων συναγωνίστηκαν συχνά τις εκπομπές ελαφρών κοσμικών ειδήσεων. Οι ιθύνοντες των καναλιών σπάνια αντιστάθηκαν στον πειρασμό να θυσιάσουν τις ειδήσεις στη μη είδηση και όταν το έκαναν, κινδύνεψαν να χάσουν (ή τελικά έχασαν) τη θέση τους. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Συχνά η ελληνική τηλεοπτική ενημέρωση και οι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι δεν τόλμησαν να αντισταθούν στη λογική του εντυπωσιασμού και σαγηνεύτηκαν από την οφθαλμολαγνία, την ευτέλεια και την κινδυνολογία.

Στον τομέα της ψυχαγωγίας, η ελληνική τηλεόραση αποτελείται από ένα συνονθύλευμα εκπομπών συντροφιάς για τις νοικοκυρές, τους ηλικιωμένους και τους ανέργους, που παραμένουν στο σπίτι τις πρωινές ώρες, από σίριαλ ελληνικής παραγωγής ή μεταγλωττισμένα, μεγάλου ή μικρότερου κόστους, τα οποία μεταδίδονται τις απογευματινές ώρες και απευθύνονται σε θεατές χωρίς άλλες δυνατότητες ψυχαγωγίας. Ταινίες, ελληνικές ή ξένες, ολοένα και πιο φθηνές ή και επαναλαμβανόμενες και πρόσφατα τα γνωστά ριάλιτι που εμπορευματοποίησαν τους «μικρούς ήρωες της καθημερινότητας».

Η επιμόρφωση, με λίγες τρανταχτές εξαιρέσεις, εξαφανίστηκε ή εξοστρακίστηκε σε ώρες που ο κόσμος σπάνια βλέπει τηλεόραση. Από την άλλη, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι παρά τις έντονες κριτικές, η ιδιωτική τηλεόραση απέφερε πολυμέρεια όσον αφορά την ενημέρωση του μέσου τηλεθεατή, καθιστώντας την κρατική παρεμβατικότητα πράξη απαρχαιωμένη και χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, παρότι ως τακτική ή νοοτροπία συνεχίζει να παρουσιάζει ανθεκτικότητα.

Επιπλέον, ο τηλεοπτικός ανταγωνισμός έντονος ή ανελέητος ή οτιδήποτε άλλο, μπορεί να επιδέχεται μεν έντονη κριτική, πρόσφερε όμως πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες επιλογής στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης.

Οι παραγωγές. Στον τομέα της παραγωγής, η ιδιωτική τηλεόραση έφερε μια αξιοζήλευτη άνοδο των ελληνικών παραγωγών, αν και όλες οι ελληνικές παραγωγές, με ελάχιστες εξαιρέσεις τύπου «Λάμψη» είχαν (και έχουν) μέση διάρκεια ζωής γύρω στον ενάμιση χρόνο. Παρότι καταγράφεται θεαματική αύξηση στην ποικιλία των κατηγοριών προγράμματος και στον όγκο παραγωγής της ελληνικής τηλεόρασης, δεν υπήρξε ανάλογη αύξηση στο επίπεδο των ιδεών.

Αυτή την τηλεόραση, παρά τις κατά καιρούς έντονες επικρίσεις, αρχίζουμε να τη λησμονούμε. Η οικονομική κρίση των τελευταίων έξι ετών και η συνακόλουθη καθίζηση της διαφημιστικής δαπάνης είχε σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στην ιδιωτική τηλεόραση. Οι παραγωγές μειώθηκαν στο ελάχιστο, η ιδιωτική τηλεόραση εισήλθε στην περίοδο των 20ετίας επαναλήψεων, των ξένων, ιδίως αμερικανικών και τουρκικών σειρών, και των «ομιλούντων κεφαλών». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η τηλεόραση (ακόμη και η κρατική) να γίνει «χαμηλού κόστους» με όλα τα συνακόλουθα. Πολλοί επαγγελματίες (δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, συντελεστές γενικά στην τηλεοπτική παραγωγή) έχασαν τη δουλειά τους διογκώνοντας τον ήδη αυξημένο στρατό ανεργίας.

Το μέλλον δεν είναι ευοίωνο. Η τηλεόραση μπορεί να είναι το κυρίαρχο μέσο, αλλά επιχειρηματικά, λόγω κόστους, είναι πολύ πιο εύθραυστο από τα άλλα ΜΜΕ.

Οσο παραμένει σε κατάσταση εκκρεμότητας τόσο θα σέρνεται παρασύροντας όλους, ακόμη και τον σύγχρονο πολιτισμό μας.