Δεν είναι η πρώτη του φορά στην Ελλάδα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, φοιτητής τότε Αγγλικής Φιλολογίας στο Κέιμπριτζ, είχε έρθει για διακοπές. Ωραία περνούσε, κάποια στιγμή όμως βρέθηκε θεονήστικος σε ένα καράβι. Θα είχε πεθάνει της πείνας, λέει σήμερα, αν δεν είχε εμφανιστεί εκείνος ο Ελληνας με τη γυναίκα του και το μεγάλο, γεμάτο κεφτεδάκια καλάθι τους. Από τότε ο Τέρι Ιγκλετον νιώθει ευγνωμοσύνη προς τη χώρα. Βρίσκεται ήδη στα μέρη μας, γιατί απόψε αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, στο Ναύπλιο. Και ξεκινάει τη συνέντευξή του στο «Βιβλιοδρόμιο» με ένα πιο σύγχρονο πρόβλημα φιλοξενίας: τη μετανάστευση.

Σήμερα, ο «πολιτισμικός Αλλος», λέει, είναι οι πρόσφυγες. Η συμπεριφορά της Δύσης θα έπρεπε να βασίζεται στην υποχρέωση, όχι στη φιλανθρωπία: «Με πολέμους όπως του Ιράκ εξοργίζεις και ταπεινώνεις ολόκληρους πολιτισμούς, η αντίδρασή τους παίρνει πολύ άσχημες μορφές όπως το ISIS και ακολούθως έχεις πρόσφυγες εξαιτίας αυτού» εξηγεί. «Νομίζω ότι θα έπρεπε να έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση αυτών των συσχετίσεων. Υπάρχει μια γραμμή από την πτώση των Δίδυμων Πύργων μέχρι το Προσφυγικό. Δεν είναι ευθεία, έχει πολλά ζιγκ – ζαγκ, είναι όμως υπαρκτή». Υπάρχει άραγε αυτή η επίγνωση στην τέχνη που τον ενδιαφέρει, στην αγγλόφωνη λογοτεχνία; Το πρόβλημα, αποκρίνεται, είναι ότι φιλελεύθεροι συγγραφείς όπως οι Μάρτιν Εϊμις, Σαλμάν Ρούσντι και Κρίστοφερ Χίτσενς βρέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή μιας υστερικής αντίδρασης απέναντι στο ριζοσπαστικό Ισλάμ –ενίοτε και στο Ισλάμ γενικά. «Είναι κάτι που δείχνει την απόσταση του μητροπολιτικού φιλελευθερισμού από την πραγματικότητα».

Ο άνθρωπός μας, βέβαια, δεν είναι πολιτικός· θεωρητικός της λογοτεχνίας είναι, με μαρξιστικές αλλά και καθολικές ρίζες, που σπούδασε στο πλάι του επιφανούς μέλους της βρετανικής Νέας Αριστεράς Ρέιμοντ Γουίλιαμς. Εκτός από τη θρυλική πια «Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας» (Οδυσσέας), οι τίτλοι των υπόλοιπων βιβλίων του –«Οι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας» (Καστανιώτης), «Μετά τη θεωρία» (Μεταίχμιο), «Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο» (Πατάκης) –είναι επίσης ενδεικτικοί των ενδιαφερόντων του. Ενα πιο αδιόρατο αφορά τον ρόλο της κριτικής, μια ερώτηση επομένως δικαιούται να είναι αν ο αγαπητός του Βάλτερ Μπένγιαμιν είχε δίκιο όταν παρατηρούσε ότι «όποιος δεν μπορεί να πάρει θέση, να σωπαίνει». «Είχε δίκιο», απαντά ο Ιγκλετον, «υπό την έννοια ότι μερικοί φιλελεύθεροι τείνουν να μη βλέπουν ότι η αλήθεια έχει μία όψη, ότι είναι σαν την κοφτερή αιχμή ενός σπαθιού. Φοβούνται την ιδέα ότι υπάρχουν κάποιες πνευματικές μάχες που θα τις χάσουν».

Ο Μπένγιαμιν πάντως, συμπληρώνει, έγινε ό,τι έγινε γιατί στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης υπήρχε μια συγκεκριμένη δημόσια σφαίρα. Στον ύστερο καπιταλισμό τα όριά της συρρικνώνονται δραματικά και ο κριτικός γίνεται είδος υπό εξαφάνιση. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ιγκλετον σωπαίνει –η αρθρογραφία του στην «Γκάρντιαν» ή στο «London Review of Books» αποδεικνύει το αντίθετο. Στην τελετή αναγόρευσής του θα μιλήσει για τη «Σημασία της τραγωδίας σήμερα». «Με ενδιαφέρει η παράξενη απόκλιση μεταξύ της δραματικής διάστασής της και της καθημερινής» εξηγεί. «Ως λέξη χρησιμοποιείται διαρκώς, δεν έχει όμως το ίδιο νόημα στη λογοτεχνική παράδοση. Στο πλαίσιό της, π.χ., το Αουσβιτς δεν θα ήταν κάτι «τραγικό»». Τι δεν έχει που έχει η τραγωδία; «Την επιβεβαίωση του ανθρώπινου πνεύματος. Εκείνο ήταν απλώς κάτι καταστροφικό».

Για το σύγχρονο ελληνικό δράμα δεν έχει, λέει, κάτι πρωτότυπο να πει. Στην εντυπωσιακή εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών («κανείς δεν το περίμενε, ίσως ούτε ο ίδιος»), πάντως, βλέπει αρκετές αναλογίες με την Ελλάδα –«ίσως χρειαστεί να βάλει γραβάτα τώρα ο Κόρμπιν, αν και ο Τσίπρας δεν έβαλε». Αλλο βέβαια θα είναι το φλέγον ζήτημα στη Βρετανία. Εχει άραγε αποφασίσει ο Τέρι Ιγκλετον τι θα ψηφίσει σε ένα δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ενωση; «Θα μου επιτρέψετε να απαντήσω ως εξής», λέει γελώντας με την πονηριά του, «κατά βάθος είμαι Ιρλανδός, όχι Αγγλος».