Οι πρόεδροι του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας και της Νέας Δημοκρατίας Βαγγέλης Μεϊμαράκης διασταύρωσαν τα επιχειρήματά τους και την επικοινωνιακή τους τακτική ποντάροντας στη δεξαμενή των αναποφάσιστων ψηφοφόρων λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές.Επτά αρθρογράφοι των «ΝΕΩΝ» γράφουν για την κρίσιμη τηλεοπτική αναμέτρηση και ανακηρύσσουντον νικητή της χθεσινής βραδιάς.

ΕΛΕΝΑ ΑΚΡΙΤΑ

Κάρτα κόκκινη, κίτρινη, μπλε

Κόντρα στην πολιτική κορεκτίλα περί «ποδοσφαιροποίησης της πολιτικής», προσωπικά θεωρώ το ποδόσφαιρο σοβαρή υπόθεση. Ορολογία του τύπου «φάουλ», «αυτογκόλ», «τους έστειλε στα αποδυτήρια», «παίζει καθυστέρηση», άψογα μεταγγίζονται στην πολιτική. Ως φανατική (μ)ΠΑΟΚτσού, αποθέωνα στην Τούμπα την ομάδα μου κόντρα σε γαύρους, βάζελους, χανούμια κουρέλες και κίτρινα σκουλήκια. Στο αποψινό debate – ντιμπέι (χωρίς «ταυ») για τους φίλους – δεν βρήκα τον Σκαρτάδο της καρδιάς μας: ο Μεϊμαράκης στην επίθεση απογοήτευσε την κερκίδα. Ισως γιατί ακόμα ψάχνεται με μια αντιφατική manière d’ expression: άλλο κυριλέ, άλλο άκαμπτος. Αλλο χαλαρός, άλλο απαξιωτικός: δεν αναφερόμαστε στον συνομιλητή μας χρησιμοποιώντας την αντωνυμία «αυτός». Ο «αυτός» έχει όνομα, όπως και ο διάλογος κανόνες ευπρέπειας. Αντίθετα, ο μέχρι πρότινος κουρασμένος Αλεξέι – ως Ωραία Κοιμωμένη – ξύπνησε από το παγωμένο φιλί των οριακών δημοσκοπήσεων. Είχε ζωντάνια, δυναμισμό, ευπρέπεια. Δεν πρόσβαλε τον συνομιλητή του, αλλά και δεν άφησε τίποτα να πέσει κάτω.

Κανείς από τους δύο ούτε έσκυψε ούτε έσκαψε βαθιά σε Λόγο και Ουσία. Μείνανε στις εντυπώσεις – και επ’ αυτών κρίνονται. Αλλά το ματσάκι το πήρε ο Τσίπρας. Γνώμη μου. Τελικά, το αποψινό ντιμπέι δικαίωσε το σλόγκαν:

«Σημασία δεν έχει ΤΙ λες. Σημασία έχει ΠΩΣ το λες».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ

Τα φαντάσματα της εξουσίας

Το χθεσινό ντιμπέιτ έφερε στο επίκεντρο το Μνημόνιο. Το Μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δύο αρχηγοί δεσμεύτηκαν ότι αν γίνουν κυβέρνηση θα το εφαρμόσουν και μάλιστα χωρίς να χάσουν πολύτιμο χρόνο. Το ντιμπέιτ επιβεβαίωσε την ήττα του αντιμνημονίου. Ως εκ τούτου, ο Αλέξης Τσίπρας χρειάζεται ουσιαστικότερη αυτοκριτική και ένα νέο στρατηγικό λόγο γιατί, όπως φάνηκε, όσο μένει στα ίδια βρίσκεται σε ανεπιτυχή άμυνα.

Το ντιμπέιτ, φέρνοντας στο επίκεντρο το Μνημόνιο, έκανε φανερό ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις κυβερνήσεων ευρύτατης συναίνεσης με τη συμμετοχή και των δύο κομμάτων. Πολύ περισσότερο που μιλάμε καταχρηστικά για δικομματισμό, αφού τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν φαντάσματα των παλαιών ισχυρών κομμάτων εξουσίας.

Η μορφή του ντιμπέιτ μεταξύ των δύο απέκρυψε αυτόν τον «μικρομεγαλισμό». Συνοπτικά, έγινε παρελθόν το αντιμνημόνιο, ήρθε στο επίκεντρο το Μνημόνιο, φάνηκε η δυνατότητα ευρύτερων συγκλίσεων, όμως έλειψε ο λόγος της εθνικής ανασυγκρότησης. Ελειψε επίσης ένας πειστικότερος λόγος για το Μεταναστευτικό. Κοντολογίς, ο λόγος για το μέλλον αναζητά ακόμα τους φορείς του.

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

Ο θρίαμβος του υποβολείου

Στο παλιό ελληνικό θέατρο υπήρχε ο υποβολέας. Ο Τάκης Χορν αφηγείται πως όταν ρώτησε τον συγγραφέα πατέρα του γιατί αυτός «κάτω από το κουβούκλιο» ακούγεται από το κοινό, εκείνος τον ενημέρωσε πως οι ηθοποιοί το θέλουν αυτό ώστε οι θεατές να εκτιμούν πώς ο θεατρίνος μετατρέπει το ουδέτερο ισοπεδωτικό κείμενο σε ρόλο. Ετσι στο χθεσινό ντιμπέιτ, προτιμώ τον όρο «θρίαμβος του υποβολείου», οι δύο υποκριτές (υποκρίνομαι στα αρχαία ελληνικά σημαίνει μιλάω κάτω από το προσωπείο) είχαν να εκφωνήσουν ένα κείμενο-πολιτικό πρόγραμμα που κάποια επιτελεία διατύπωσαν και κάποιος αόρατος υποβολέας υποβάλλει και ο δικός τους ρόλος είναι να βρουν τόνους, χρώματα, χειρονομίες, σιωπές, υπονοούμενα, κλιμακώσεις συναισθηματικής φόρτισης και να κάνουν πειστικό το υποβαλλόμενο κείμενο. Ο κ. Τσίπρας είναι νέος υποκριτής και στερείται το αυτοσχεδιαστικό πλεονέκτημα, δηλαδή έχει το άγχος να πει το «ποίημά» του, συνεχώς το βλέμμα του προσπαθεί να θυμηθεί τη σελίδα του κειμένου, γραμμή – γραμμή, λέξη – λέξη. Τρέμει μήπως ξεχάσει κάτι. Ο κ. Μεϊμαράκης, παλιά καραβάνα στο πάλκο, λέει «περίπου» το κείμενο που του υποβάλλεται, αυτοσχεδιάζει, πηδάει παραγράφους, συχνά σελίδα, αλλά έχει την ικανότητα μέσω του ελέγχου των μέσων του (μούτες, χειρονομίες, ρυθμοί) να δημιουργεί την εντύπωση συνέχειας και συνοχής. Βλέποντας τον μόχθο και των δύο να αποδώσουν το δοσμένο κείμενο, παγιδεύεσαι στον μόχθο τους και σου διαφεύγει η ουσία του κειμένου, έστω κι αν υποπτεύεσαι πως το έχεις ξανακούσει από άλλους καλύτερους υποκριτές.

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ

Μαδημένος και άνετος

Ο Μεϊμαράκης έκανε κατ’ εξακολούθηση το σοβαρό τακτικό λάθος να αναλώνει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου των απαντήσεών του για να επιτίθεται στον Τσίπρα, και μάλιστα με μια μονότονη, επαναληπτική φρασεολογία.

Ετσι, από τη μια ακύρωσε το πνεύμα συναίνεσης και συνεργασίας που θέλει να εκπέμψει με την προεκλογική καμπάνια του, από την άλλη έδωσε την εντύπωση ότι προσπαθούσε να υπεκφύγει σε ερωτήσεις που είχαν να κάνουν με τις θέσεις ή τις προθέσεις της ΝΔ για κρίσιμα ζητήματα. Αλλά ακόμη χειρότερο γι’ αυτόν και το κόμμα του ήταν ότι με την τακτική του επέτρεψε στον Τσίπρα να προβάλει πάλι ως οραματιστής ξεθάβοντας τη ρητορική του από τις προηγούμενες εκλογές, ενώ ο ίδιος έμοιαζε να απολογείται συνεχώς για τα πεπραγμένα της ΝΔ όχι μόνο την περίοδο των Μνημονίων αλλά ολόκληρης της Μεταπολίτευσης.

Ετσι ενίσχυσε το εγχείρημα του Τσίπρα να εμφανιστούν αυτός και ο μαδημένος ΣΥΡΙΖΑ ως το νέο που κάνει πέρα το παλιό. Βγαίνοντας από την αμυντική θέση του στο προηγούμενο «ντιμπέιτ» χάρη στην ακούσια βοήθεια του αντιπάλου του, ο Τσίπρας, χωρίς να είναι πειστικός, φάνηκε πιο άνετος και κέρδισε τις εντυπώσεις.

Α. ΛΥΚΑΥΓΗΣ

Εγκλωβισμένοι σε σύνδρομα

Πρώτη γεύση: Μια από τα ίδια.Ή περίπου. Με προδιαγεγραμμένες θέσεις. Αναμενόμενες επιθέσεις. Και προβλεπτά επιχειρήματα. Οπόταν και απουσίασε (αμφιπλεύρως) η διάθεση των ουσιαστικών ρήξεων και η ευτολμία των υπερβάσεων. Προσπελάσεως δηλαδή των κατεστημένων παραταξιακών γραμμών και κυρίως των συνδρόμων που προσδιορίζουν ακόμη και κάτω από τις αίολες εθνικές συνθήκες κάποιες αναγκαίες επιλογές. Τελικά όλα κινήθηκαν (κοκορομαχώντας) μέσα στη στερεότυπη στόχευση της «κομματικής πρωτιάς». Με δυσανάγνωστο το μεγαλύτερο αφήγημα της αλλαγής. Που εντούτοις όχι απλώς αιωρείτο ως το καθαυτό ζητούμενο, αλλά και αναγκαστικά (με κάθε βεβαιότητα) θα προκύψει μετεκλογικά για όλους. Και πρωταρχικά για τους δυο μονομάχους, που έδωσαν απλώς μια μάχη εντυπώσεων. Το αναμενόμενο ασφαλώς, ως μεθοδολογία πολώσεως. Αλλά που άφηνε πάντως επαρκή χώρο για ευχάριστους αιφνιδιασμούς. Που όμως δεν υπήρξαν. Τουλάχιστον ψες. Ισως λόγω των κανόνων του παιχνιδιού. Για την αποφυγή αυτοακυρώσεως. Κατά τα άλλα: Πίσω από τον «αέρα» και την άνεση, εμφανής (και κυρίως στην πλευρά του Αλέξη Τσίπρα) σοβούσε άδηλη νευρικότητα. Ενώ στην αντίπεραν όχθη Μεϊμαράκη, επεσημαίνοντο ευχερώς κάποια κενά. Που απομείωναν, όχι μεν την αποφασιστικότητα, οπωσδήποτε όμως την πειστικότητα.

ΣτέλιοΣ ΠαπαθανασόπουλοΣ

Αντιπαράθεση σε φόντο στάνταρ Χ

Εάν τα ντιμπέιτ απευθύνονται πρωτίστως στους αναποφάσιστους ψηφοφόρους, τότε οι σιωπηροί αναποφάσιστοι πολίτες πρέπει να είναι πολύ περισσότεροι από όσους έχουν καταγράψει οι εταιρείες δημοσκοπήσεων. Υποθέτω ότι στο χθεσινοβραδινό καταγράφηκε σημαντική αύξηση της τηλεθέασης σε σχέση με αυτό της 9ης Σεπτεμβρίου, αφού το ενδιαφέρον εστιάστηκε στους δύο υποψήφιους πρωθυπουργούς και ήταν πολύ πιο άμεσο και «ζωντανό» σε σύγκριση με όλα τα προηγούμενα. Στην ουσία η «μονομαχία» αναπαρήγαγε ή επανεπιβεβαίωσε την εικόνα που είχαν διαμορφώσει από καιρό οι πολίτες. Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης προέβαλε, με τον ιδιαίτερο τρόπο του, την εικόνα του δοκιμασμένου και έμπειρου πολιτικού, επιμένοντας στην παράθεση στοιχείων, εμμένοντας στις αδυναμίες της προηγούμενης κυβέρνησης. Ο Αλέξης Τσίπρας προέβαλε έναν ήπιο και σοβαρό λόγο προσπαθώντας να αποκρούσει την εικόνα του άπειρου πολιτικού και να δείξει ότι έχει μάθει από τα λάθη του, εμμένοντας στη διαπλοκή των κομμάτων εξουσίας της Μεταπολίτευσης. Τηλεοπτικά το στήσιμο του ντιμπέιτ ήταν εξ ορισμού προβληματικό. Πολλοί δημοσιογράφοι για μια αντιπαράθεση δύο ανθρώπων. Τις εντυπώσεις πρέπει να τις κερδίζουν οι διεκδικητές της εξουσίας, όχι αυτοί που ρωτούν. Αδυνατώ να πω ποιος είναι ο νικητής και ο ηττημένος, αμφότεροι είχαν καλές και κακές στιγμές. Η αντιπαράθεση στην πράξη επιβεβαίωσε τα γνωστά χαρακτηριστικά του καθενός πολιτικού αρχηγού – και τις διαφορές τους –, με ορατή την προσπάθειά τους να προσαρμοστούν στα τηλεοπτικά δεδομένα και την προηγηθείσα συστηματική προετοιμασία τους. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι εκ προοιμίου αδύνατη η ανάδειξη νικητή. Το ζητούμενο, λοιπόν, παραμένει: έχουμε χρόνο, παρακαλώ, για ένα ακόμη ντιμπέιτ και μάλιστα σε απευθείας αντιπαράθεση των υποψήφιων πρωθυπουργών, όπως το δεύτερο μέρος της χθεσινής τηλεμαχίας;

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ

Ο «Κύριος» και ο «Αγάπε με»

«Αγάπα με, με όλα τα λάθη που έχω κάνει κράτα με» έλεγε ο Γιάννης Πουλόπουλος κατά τη χρυσή για το ελληνικό τραγούδι εποχή.

«Κύριος ήρθα και κύριος φεύγω» δήλωνε ο Στράτος Διονυσίου μερικά χρόνια αργότερα.Τις παραπάνω αξέχαστες επιτυχίες επανεξετέλεσαν χθες, στο ντιμπέιτ, οι υποψήφιοι πρωθυπουργοί.

Ο μεν Αλέξης Τσίπρας κοίταζε τους ψηφοφόρους αγαπησιάρικα, ηδυπαθώς, και τους ζητούσε μια νέα ευκαιρία στο όνομα των παλιών ευτυχισμένων στιγμών.

Ο δε Βαγγέλης Μεϊμαράκης αποπειράθηκε να κερδίσει τους πολίτες με τη μαγκιά τού να μη δίνει εύκολες υποσχέσεις, του να μη χαϊδεύει αφτιά.

Οι τραγουδιστές είναι σε πιο προνομιούχο θέση από τους πολιτικούς. Η νύχτα μαγεύει, η ημέρα προσγειώνει. Συνήθως απότομα. Το λαϊκό τραγούδι παρήγαγε ανθεκτικότερα, έως και κλασικά κομμάτια. Το ελαφρολαϊκό έσπασε πιο πολλά ταμεία δισκογραφικών εταιρειών και μαγαζιών.

Τα πάντα ωστόσο κρίνονται στην ερμηνεία.

Ο κύριος Τσίπρας είναι γεννημένος αρραβωνιαστικός – ακόμα και τους αργυρούς του γάμους να γιορτάσει με τον λαό, πάλι θα αναφέρεται στις ονειρικές, προγαμιαίες υποσχέσεις του.

Αλλά και ο κύριος Μεϊμαράκης μπορεί βασίμως να ελπίζει ότι «εκείνον δεν θα τον ξεχάσουν…».