Στη θεωρία των «γκρίζων ζωνών» από την πίσω πόρτα –αυτή της αμφισβήτησης των θαλάσσιων συνόρων στο Αιγαίο –επανέρχεται η Αγκυρα, εν μέσω μάλιστα προεκλογικής περιόδου, κατά την οποία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία έχουν αναλάβει καθήκοντα υπηρεσιακές κυβερνήσεις.

Αυτό βέβαια δεν λειτούργησε αποτρεπτικά για το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο σε ανακοίνωσή του έκανε λόγο για «αλληλένδετα προβλήματα στο Αιγαίο», μεταξύ των οποίων, όπως υποστήριξε η σχετική ανακοίνωση, εντάσσεται και το γεγονός ότι Ελλάδα και Τουρκία «δεν έχουν μεταξύ τους θαλάσσια σύνορα που να έχουν οριοθετηθεί από μια ισχύουσα διεθνή συμφωνία». Η Αγκυρα επαναλαμβάνει στην ανακοίνωση ότι επιθυμεί την εξεύρεση μόνιμων λύσεων στα ζητήματα αυτά με βάση την αρχή της «ευθυδικίας» και της προστασίας των συμφερόντων της και ότι στο πνεύμα αυτό συζητά με την Ελλάδα στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών.

Η ανακοίνωση προκάλεσε την αντίδραση της Αθήνας, η οποία κάνει λόγο για «μη κατανοητή» τοποθέτηση και για «νομικά αβάσιμες αμφισβητήσεις», ενώ κάνει ειδική μνεία στη Συνθήκη της Λωζάννης, το Πρωτόκολλο των Αθηνών (1926), καθώς και στην ιταλοτουρκική Συμφωνία και το Πρωτόκολλο του 1932, με βάση τα οποία έχουν καθοριστεί τα θαλάσσια σύνορα των δύο χωρών. Επαναλαμβάνεται δε η πάγια ελληνική θέση ότι η όποια οριοθέτηση όπου δεν υπάρχει συμφωνία, θα πρέπει να ακολουθεί την αρχή της μέσης γραμμής.

Ωστόσο, διπλωματικοί κύκλοι εξέφραζαν προβληματισμό για τον χρόνο και το σκεπτικό της παρέμβασης. Και αυτό διότι στην Τουρκία όχι μόνο έχει αναλάβει καθήκοντα υπηρεσιακή κυβέρνηση, αλλά υπηρεσιακός υπουργός Εξωτερικών είναι ο Φεριντούν Σινιρλίογλου, μόνιμος γενικός γραμματέας του τουρκικού ΥΠΕΞ, βασικός χειριστής των Ελληνοτουρκικών και επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας της Τουρκίας στις διερευνητικές επαφές με την Ελλάδα.

Πολύ περισσότερο, αφού είχε διαμηνυθεί στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο στην Αγκυρα από την απελθούσα κυβέρνηση ότι η Αθήνα επιθυμεί να επιταχύνει τον ελληνοτουρκικό διάλογο και να επιλύσει τα ζητήματα, κάτι που πάντως δεν συνέβη, παρότι στις 14 Σεπτεμβρίου είχε προγραμματιστεί νέος κύκλος διερευνητικών επαφών (αναβλήθηκε λόγω των εκλογών).

Τούτων δοθέντων, διπλωματικές πηγές σημείωναν ότι η παρέμβαση της Αγκυρας αποτελεί μήνυμα με αποδέκτη την Αθήνα και την επόμενη κυβέρνηση, στο μοτίβο της πάγιας υπενθύμισης ότι η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν πολλές εκκρεμότητες που πρέπει να διευθετήσουν: και αυτές αφορούν τόσο τις θαλάσσιες ζώνες (γι’ αυτό και η αναφορά στην ευθυδικία) όσο και από την πλευρά της Αγκυρας τα θαλάσσια σύνορα, τα οποία αποτελούν για τους Τούρκους κρίσιμο ζήτημα που εκκρεμεί και το οποίο επιθυμούν να συζητηθεί στις διερευνητικές επαφές. Και αυτό διότι για την Αγκυρα η αμφισβήτηση των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο (και κυρίως στα Δωδεκάνησα) περνά μέσα από την αμφισβήτηση των θαλάσσιων συνόρων. Αν η Αγκυρα είχε δεχθεί την αρχή της μέσης γραμμής στα νησιά του Αιγαίου, επί της ουσίας δεν θα υπήρχε θέμα διεκδίκησης ούτε συζήτησης.

Η αμφισβήτηση. Σημειώνεται ακόμα ότι το βασικό επιχείρημα της Αγκυρας για τις «γκρίζες ζώνες» είναι η αμφισβήτηση της Συμφωνίας του 1932 ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ιταλία για το σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου. Η Ελλάδα το 1947 κληρονόμησε ό,τι ήλεγχε η Ιταλία προηγουμένως. Η συμφωνία της 4ης Ιανουαρίου 1932 αφορούσε τις βραχονησίδες μεταξύ Καστελλόριζου και μικρασιατικής ακτής, ενώ μία συμπληρωματική συμφωνία στις 28 Δεκεμβρίου 1932 καθόριζε τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα Δωδεκάνησα και στις τουρκικές ακτές. Οι Τούρκοι αμφισβητούν την ισχύ αυτής της συμπληρωματικής συμφωνίας με το επιχείρημα ότι δεν πρωτοκολλήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών.