Για τρίτη φορά, τα τελευταία είκοσι χρόνια, ο Σεπτέμβριος αποδεικνύεται ο κατ’ εξοχήν μήνας για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, πάντα με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, είτε προσχεδιασμένη (όπως το 2007) είτε σχεδόν εξαναγκαστική (το 1996 και τώρα), ως απάντηση σε εσωκομματικά προβλήματα.

Οι προσεχείς εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου διαφέρουν όμως ριζικά από όλες τις προηγούμενες αφού η κυβέρνηση έχει μετά βίας συμπληρώσει επτά μήνες ζωής, ενώ έχει επιπλέον μεσολαβήσει το διχαστικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, η ερμηνεία του οποίου και κυρίως η συμφωνία που επακολούθησε έχουν αναδιατάξει τον πολιτικό χάρτη της χώρας και βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο της εκλογικής αντιπαράθεσης.

Η κρισιμότερη όμως ιδιαιτερότητα των επόμενων εκλογών είναι ότι, όπως και οι προηγούμενες του Ιανουαρίου, πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ενός πρωτόγνωρου και ακόμη ασταθούς κομματικού συστήματος, το οποίο συνδυάζει δύο ασύμβατα χαρακτηριστικά. Αφενός μια πολωμένη δικομματική αναμέτρηση, η οποία καθορίζει το κόμμα που θα αποτελέσει τον κορμό της επόμενης κυβέρνησης, και αφετέρου έναν κατακερματισμένο πολυκομματισμό, ο οποίος, παρά την πόλωση, επιβιώνει από το 2012 και μετά, με περιορισμένες μόνο αλλαγές ως προς τη δομή του (με εξαίρεση τη ΔΗΜΑΡ, την οποία όμως υποκατέστησε Το Ποτάμι).

Η τάση για ενίσχυση του νέου ατελούς δικομματισμού (ΣΥΡΙΖΑ/ΝΔ), που καταγράφηκε στις 25 Ιανουαρίου (αθροιστικά 64,1%, έναντι 56,5% τον Ιούνιο του 2012), δεν πήρε την έκταση που θα μπορούσε να προεξοφλήσει την περαιτέρω ισχυροποίησή του, οδηγώντας και πάλι στην εκλογή μιας επτακομματικής Βουλής, που λίγο πριν διαλυθεί έγινε μάλιστα οκτοκομματική.

Ακόμη και κατά τους πρώτους μετεκλογικούς μήνες η δημοσκοπική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και η ευρύτατη δημοτικότητα του πρωθυπουργού δεν μετέβαλαν τη δομή του κομματικού συστήματος. Παρά τις κατά καιρούς δυσοίωνες δημοσκοπικές προβλέψεις για ορισμένα από τα μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα η παρουσία τους και στην επόμενη Βουλή, χωρίς να είναι διασφαλισμένη, εμφανίζεται ως πιθανή ενώ το ίδιο ισχύει και για τη νεοϊδρυθείσα Λαϊκή Ενότητα (ΛΑΕ).

Το ισοζύγιο δικομματισμού/πολυκομματισμού αποτελεί επομένως το πρώτο κρίσιμο διακύβευμα των επόμενων εκλογών. Το ισοζύγιο αυτό εξαρτάται πρωτίστως από τη διαφαινόμενη κάμψη του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την ψήφιση της νέας συμφωνίας και τη διάσπαση που ακολούθησε. Ενώ έως τα μέσα Ιουλίου ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να διατηρούσε ακόμη μια επιρροή στα επίπεδα των εκλογών του Ιανουαρίου, και επομένως ένα σημαντικό προβάδισμα περίπου 10 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με τη ΝΔ, τα όσα ακολούθησαν οδήγησαν σε μεγάλη αποσυσπείρωση της εκλογικής του βάσης, συμπαρασύροντας ώς έναν βαθμό και τη δημοτικότητα του Αλ. Τσίπρα.

Η επανασυσπείρωση των απογοητευμένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που παραμένουν σήμερα εκλογικά μετέωροι (ενώ αρκετοί έλκονται από την αποχή) αποτελεί επομένως το κρισιμότερο προσωπικό στοίχημα του Αλ. Τσίπρα. Στοίχημα το οποίο όμως για να κερδηθεί απαιτεί μια νέα ρητορική που θα αντικαταστήσει το σύνθημα του Ιανουαρίου ότι «η ελπίδα έρχεται». Αντίθετα, οι διαρροές προς τη ΛΑΕ δεν φαίνεται, τουλάχιστον προς το παρόν, να προσλαμβάνουν σημαντικές διαστάσεις, παραμένοντας στα περιορισμένα όρια της οργανωμένης επιρροής που διέθετε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ η Αριστερή Πλατφόρμα. Επιρροή που με βάση τις επιδόσεις των υποψηφίων της (σε σταυρούς προτίμησης), ιδιαίτερα στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες, μπορεί να εκτιμηθεί περίπου στο 12% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ (δηλαδή 4,5% έως 5% του συνολικού εκλογικού σώματος).

Από την επιτυχία ή την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ (κυρίως του Αλ. Τσίπρα) να ανακτήσει την πολιτική κυριαρχία που απέσπασε τον Ιανουάριο και διατήρησε αλώβητη (ή και διευρυνόμενη) επί ένα εξάμηνο θα εξαρτηθεί επομένως και το αποτέλεσμα των εκλογών. Γι’ αυτό και η ΝΔ είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να ακολουθήσει μια επιθετική στρατηγική διεκδικώντας την πρώτη θέση. Στο πλαίσιο του ατελούς δικομματισμού που έχει διαμορφωθεί από το 2012 (με τη βοήθεια και του εκλογικού συστήματος) η κατάκτηση της πρώτης θέσης συνεπάγεται αυτόματα την επιτυχία του ενός και ταυτόχρονα την αποτυχία του άλλου. Και αυτό ανεξάρτητα από τα επιμέρους ποσοστά που θα συγκεντρώσουν ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ.

Το πλαίσιο που συνοπτικά σκιαγραφήθηκε οδηγεί τα μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα στην υιοθέτηση μιας αμυντικής κατά βάση στρατηγικής, με στόχο να εξασφαλίσουν την παρουσία τους στη Βουλή και για ορισμένα από αυτά (ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΑΝΕΛ) ρυθμιστικό ρόλο στις μετεκλογικές εξελίξεις. Διακύβευμα ιδιαίτερα κρίσιμο, ιδίως αν η διαμόρφωση της επόμενης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας απαιτήσει τη σύμπραξη τουλάχιστον τριών κομμάτων.
Ο κομματικός και ο κοινωνικός ΣΥΡΙΖΑ

Στο ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιεί η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται συχνά αναφορά στον ευρύτερο «κοινωνικό» ΣΥΡΙΖΑ και την αναντιστοιχία του με τα οργανωμένα μέλη του κόμματος. Πράγματι, τα περίπου 35.000 μέλη που διέθετε ο ΣΥΡΙΖΑ (πριν από τη διάσπασή του) αντιστοιχούν μόλις στο 1,5% των ψηφοφόρων του (στις 25 Ιανουαρίου), μια κομματική πυκνότητα τελείως απογοητευτική για ένα κόμμα της Αριστεράς, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για το ΚΚΕ είναι τουλάχιστον πενταπλάσιο. Πώς ορίζεται όμως ο «κοινωνικός» ΣΥΡΙΖΑ; Η ταύτισή του με το σύνολο των συγκυριακών ψηφοφόρων του σε βουλευτικές εκλογές παραγνωρίζει το γεγονός ότι η καταγεγραμμένη επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ σε συνδικαλιστικές, επαγγελματικές αλλά και αυτοδιοικητικές εκλογές είναι αισθητά μικρότερη, συχνά κάτω από 20%. Μπορεί συνεπώς να εντοπίσει κανείς τρία σαφώς διακριτά επίπεδα επιρροής με τεράστιες διαφορές μεταξύ τους, τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές: το κομματικό, το κοινωνικό και το πολιτικό.

Στο στενά κομματικό επίπεδο οι αποχωρήσαντες της Αριστεράς Πλατφόρμας διέθεταν ως επιρροή περίπου το 30% έως 35% των μελών. Επιρροή διέθεταν επίσης και στο ενδιάμεσο επίπεδο ελέγχοντας τη συνδικαλιστική οργάνωση του ΣΥΡΙΖΑ (ΜΕΤΑ) και έχοντας εξασφαλίσει σημαντική παρουσία σε επαγγελματικές οργανώσεις και κυρίως στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η δυναμική που θα επιδείξει ο ΣΥΡΙΖΑ (και δευτερευόντως η εκλογική τύχη της ΛΑΕ) θα κριθούν επομένως στον τρίτο ομόκεντρο κύκλο, τον οποίο αποτελούν οι ψηφοφόροι που ήταν και παραμένουν χαλαρά ταυτισμένοι με τον ΣΥΡΙΖΑ –σύμφωνα με τα στοιχεία του exit poll περίπου το 45% όσων τον επέλεξαν στις 25 Ιανουαρίου. Από τις επιλογές στις οποίες θα καταλήξει αυτή η μεγάλη δεξαμενή (σχεδόν το 15% του συνολικού εκλογικού σώματος) θα κριθεί εν πολλοίς και η έκβαση των εκλογών.