Το 1964 ο Ιαν Φλέμινγκ και ο Ζορζ Σιμενόν συναντήθηκαν στο σπίτι του δεύτερου, έξω από τη Λωζάννη, και είχαν μια απολαυστική συζήτηση. Τη μαγνητοφώνησε ο άγγλος δημοσιογράφος που κανόνισε τη συνάντηση και την κυκλοφορεί τώρα στα ελληνικά η Αγρα, σε ένα τομίδιο με τίτλο «Μποντ εναντίον Μαιγκρέ» (αυτές οι εκδόσεις-πλακέτες της Αγρας περιέχουν μερικές φορές αληθινά διαμαντάκια). Οι δύο μετρ, του θρίλερ και του αστυνομικού μυθιστορήματος αντίστοιχα, λένε πολλά και ενδιαφέροντα. Αλλά ίσως το πιο ενδιαφέρον είναι η στάση τους απέναντι στο έργο τους.

Και οι δύο μιλούν γι’ αυτό με την αποστασιοποίηση και την ειλικρίνεια ανθρώπων που είναι πέρα από τη φήμη τους, ώστε δεν χρειάζονται την προσποίηση και τη μυθοποίηση. Και οι δύο ομολογούν αβίαστα ότι δεν έχουν λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Ο Σιμενόν μάλιστα λέει ότι αγωνιζόταν πάντοτε να αποφύγει στα βιβλία του οτιδήποτε θύμιζε λογοτεχνία (ξέρουμε όμως εμείς πόσο μεγάλη λογοτεχνική αξία έχουν!). Ο Φλέμινγκ, πάλι, δηλώνει ταπεινά ότι γράφει απλώς θρίλερ, χωρίς το ψυχολογικό βάθος των μυθιστορημάτων του συνομιλητή του. Και οι δύο φανερώνουν όμως οξύ λογοτεχνικό αισθητήριο, όταν π.χ. κάνουν την έξοχη παρατήρηση ότι το στυλ στη γραφή είναι ζήτημα ρυθμού.

Πόσο εμπιστεύομαι τους συγγραφείς που δεν προσπαθούν, με τον τρόπο που γράφουν ή μιλούν, να μας πείσουν ότι ιερουργούν στον ναό της Τέχνης!

Στον αντίποδα της συζήτησης Φλέμινγκ – Σιμενόν (δεν το λέω με αρνητική σημασία) βρίσκεται ένα βιβλιαράκι που έβγαλε πρόσφατα ο Αχιλλέας Κυριακίδης («Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας», εκδόσεις Κίχλη). Ο Κυριακίδης είναι πολύστροφος διηγηματογράφος, άριστος μεταφραστής και ένας από τους πιο καλλιεργημένους Ελληνες. Επομένως η συνοπτική «ποιητική» του, με τη μορφή αφορισμών και σχολίων, αξίζει την προσοχή μας.

Διαβάζουμε εκεί σημειώσεις λαμπρές, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οπως «Η καλή λογοτεχνία θέτει τα ερωτήματα. Η κακή λογοτεχνία τα απαντά». Ή «Κάθε σπουδαίο λογοτεχνικό έργο είναι σαν τη μουσική: δεν μπορείς να το αφηγηθείς». Ή, πάλι, «Ξέρω πολλές επιτυχίες που ήταν τυχαίες· αποτυχία όμως καμιά». Αλλες σημειώσεις είναι σκοτεινές ή δίνουν την εντύπωση ότι ο συγγραφέας δεν θέλησε να παρακολουθήσει την ιδέα του. Μια τρίτη κατηγορία μού προκαλεί αντιστάσεις. Οχι απαραίτητα επειδή διαφωνώ στα καθέκαστα. Αλλά είμαι κάπως δύσπιστος απέναντι στην υπερβολική διανοητική εκλέπτυνση. Και μου φαίνεται πως ο Κυριακίδης, ένας στο έπακρο εκλεπτυσμένος διανοούμενος, παγιδεύεται συχνά στους ιστούς των αισθητικών εμμονών του.

Διότι οι «Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας» μιλούν περισσότερο για τον λογοτέχνη παρά για τη λογοτεχνία. Ο Κυριακίδης πιστεύει σταθερά (το ξέρουμε και από τα διηγήματά του) ότι η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι, θεραπευτικό για τον συγγραφέα. Ενα παιχνίδι που «χωρίς να κλείνει τα μάτια στην πραγματικότητα, κλείνει το μάτι στην πραγματικότητα». Σύμφωνοι, αν και αυτό με το κλείσιμο του ματιού έχει γίνει καραμέλα στο στόμα της λογοτεχνικής κριτικής και θεωρίας. Αλλά το να κλείνεις το μάτι στην πραγματικότητα, όπως και σε έναν άνθρωπο, προϋποθέτει συνάφεια. Αυτή δεν είμαι βέβαιος ότι τη θέλει ο Κυριακίδης στα γραφτά του.