Τι είναι ο πολιτισμός; Ενας αέναος κυματισμός ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη. Για να γεννηθεί το καινούργιο πρέπει να ξεχαστούν πολλά παλιά. Αλλά ποτέ δεν μπορεί να γεννηθεί μέσα σε κενό ιστορικής μνήμης. Ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, ανάμεσα στην παράδοση και τον νεωτερισμό διεξάγεται μια αναμέτρηση που μοιάζει με διελκυστίνδα: μπορείς να τραβήξεις τον αντίπαλο προς το μέρος σου, αλλά αν αυτός πέσει αφήνοντας το σκοινί, θα πέσεις κι εσύ. Με πολιτισμικούς όρους, η πτώση λέγεται μαρασμός για τον έναν, θνησιγονία για τον άλλον.

Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις στην Ιστορία που μια καινούργια πίστη θέλησε να σβήσει από τον χώρο εξάπλωσής της τα ίχνη ενός παρελθόντος που το θεωρούσε πλανερό, βέβηλο, αμαρτωλό. Ο χριστιανισμός κατέστρεψε ό,τι πρόλαβε από την αρχαία πολιτισμική κληρονομιά πριν αποφασίσει να διαπραγματευτεί με τα απομεινάρια της. Ο ιουδαϊσμός δεν υστέρησε: οι Εβραίοι δεν άφησαν τίποτα όρθιο στη γη που κυρίευσαν και στην οποία ανθούσαν πολιτισμοί πολύ ανώτεροι από τον δικό τους. Σε σύγκριση, το Ισλάμ δεν έδειξε ακριβώς αβρότητα, στάθηκε πάντως πιο ήπιο. Μιλάμε βέβαια για το ιστορικό Ισλάμ.

Θα πρέπει να είναι όμως η πρώτη φορά που η βία εξαπολύει τις πυρκαγιές της λήθης όχι στο όνομα μιας καινούργιας πίστης, αλλά θρησκευτικών δογμάτων και ουτοπικών δοξασιών που έδειχναν να είναι απολιθώματα της Ιστορίας. Η πιο ακραία περίπτωση είναι ασφαλώς οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, με την καταστροφική μανία τους που γνώρισαν χθες η Νιμρόδ και η Νινευί, σήμερα – αύριο θα γνωρίσει πιθανώς η Παλμύρα και μεθαύριο ποιος ξέρει ποιο άλλο μνημείο της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς. Αλλά οι τζιχαντιστές δεν είναι ένα κακό σπυρί στο σώμα της σημερινής ανθρωπότητας. Σχεδόν παντού υφέρπει κάτι σαν απέχθεια ή μίσος για τον πολιτισμό και την Ιστορία, μια νοσταλγία για τον πρωτογονισμό, εκδηλωμένη με διάφορες μορφές.

Οι βανδαλισμοί ιστορικών μνημείων στην Αθήνα από τους «αντιεξουσιαστές» δεν είναι απλώς παροξυσμοί γραφικών ομάδων του περιθωρίου. Τα συνθήματα για καταστροφή του πολιτισμού και επιστροφή στην αρχέγονη ελευθερία του «φυσικού ανθρώπου» δεν είναι τόσο απομονωμένα όσο φαίνονται. Οταν ο χάρτης της πόλης σου που προβάλλει η μνήμη σου δείχνει μόνο καφετέριες και μπαράκια, δεν βλέπεις τον λόγο να εμποδίσεις εκείνους που μαγαρίζουν τον ιστορικό ιστό της. Οταν πάλι έχεις μάθει να ντρέπεσαι για την ιστορία σου, όπως πολλοί σημερινοί Ευρωπαίοι, έχεις ένα σοβαρό κίνητρο να τη σαβανώσεις σε μια «πολυπολιτισμική» κουρελού, που κάθε κουρέλι της διηγείται τη δική του εκδοχή («αφήγηση») της Ιστορίας και όλα μαζί την καταργούν, από κοντά και τις αξιακές ιεραρχήσεις.

Καθώς η ιστορική αμνησία διαθέτει το ρεπερτόριο ενός Πρωτέα, παίρνει και τη μορφή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, που επιδεικνύει το παλιό διαβατήριο της προόδου ξεσκονισμένο και βεβαίως πλαστικοποιημένο. Ο καπιταλισμός αυτός όμως, κενωμένος ο ίδιος από ιστορικές μνήμες και πολιτισμικές αξίες, κενώνει και τους γηγενείς πολιτισμούς από τις δικές τους, μετατρέποντάς τες σε τουριστικά σόου και σουβενίρ. Η πρόοδος που κομίζει δεν είναι απελευθερωτική όπως ήταν άλλοτε (κανένα είδος απελευθέρωσης δεν προωθεί στις κοινωνίες όπου διεισδύει), είναι η υποστροφή στις συγκρούσεις πρωτόγονων, άναρχων «εγώ», που οργιάζουν στην άυλη πλανητική χρηματαγορά. «Δεν αισθάνεστε τύψεις όταν με ένα κλικ σας καταστρέφονται χιλιάδες άνθρωποι;» ρωτήθηκε πριν από λίγα χρόνια ένας βαρόνος του χρηματιστηρίου. «Είμαστε μπίζνεσμεν» απάντησε αυτός με ύφος μαλακής επίπληξης της συνομιλήτριάς του για την αφελή απορία της.

Ετσι είναι. Μαζί με την ιστορική μνήμη χάνεται και η αίσθηση της πραγματικότητας, η μνήμη του πόνου. Οσους στόχους και αν κυνηγούν οι δραπέτες της Ιστορίας, με τη βία, τη γραφειοκρατία ή τα κλικ παράγουν μόνο αφασία και χάος.