«Γιατί να πάω στο Χόλιγουντ; Μόνο την ελευθερία του Πολ Τόμας Αντερσον και των αδελφών Κόεν θαυμάζω, αλλά δεν έχω ψευδαισθήσεις. Κι ας γυρίσω όλο τον κόσμο για να στήσω ένα φιλμ. Η βάση μου θα είναι πάντα εδώ. Και μόνο εδώ θα μπορούσα να γυρίσω μια ταινία χωρίς ούτε έναν δυτικοευρωπαίο χαρακτήρα. Φαντάζεστε τις γνώμες των αμερικανών παραγωγών;». Δύο ημέρες πριν από τη βράβευση του «Dheepan» (προφέρεται «Ντιπάν») με τον Χρυσό Φοίνικα, ο σκηνοθέτης Ζακ Οντιάρ μου μιλά με χαλαρή διάθεση στη σουίτα ενός πολυτελέστατου ξενοδοχείου, κάπου στην Κρουαζέτ. «Συγγνώμη για τον τίτλο» μου λέει γελώντας. «Ο χρόνος περνούσε και έπρεπε να υποβάλω την ταινία στην προκριματική επιτροπή – είναι ο πιο αδιάφορος στη φιλμογραφία μου!». Πίσω από την πόρτα ακούγονται οι φωνές των ξένων δημοσιογράφων που περιμένουν τη σειρά τους. Κουβεντιάζουν τα φαβορί για τον Φοίνικα. Κανείς δεν τον αναφέρει.

Το «Dheepan» είναι η ιστορία μιας «κατασκευασμένης» οικογένειας μεταναστών από τη Σρι Λάνκα που φτάνει στη Γαλλία αναζητώντας ένα καταφύγιο και βρίσκεται, ξανά, ανάμεσα σε διασταυρωμένα πυρά. Αρχίζει ως πολεμικό φιλμ, στη συνέχεια μεταμορφώνεται σε δράμα χαρακτήρων και ενώ το χιούμορ σε κερδίζει, η ξαφνική δράση σού κόβει την ανάσα. Ο Οντιάρ ανεβαίνοντας το κόκκινο χαλί, ευχαρίστησε τον Μίχαελ Χάνεκε που δεν είχε ταινία φέτος, αλλά και τους αδελφούς Κόεν. «Μου φαίνεται απίστευτο να λαμβάνω ένα βραβείο από τα χέρια τους!».

Ο ΛΑΝΘΙΜΟΣ. Κι εμείς πάντως δεν πρέπει να είμαστε παραπονεμένοι, εν αντιθέσει με τους Ιταλούς (Σορεντίνο, Μορέτι και Γκαρόνε που έφυγαν με άδεια χέρια). Ο «Αστακός» έφυγε με το Βραβείο της Επιτροπής, δηλαδή άλλη μία σημαντική διάκριση για τον έλληνα φιλμογράφο που σε συνδυασμό με την πρωταγωνιστική παρουσία των Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις και Λία Σεϊντού, εξασφαλίζει (για πρώτη φορά;) και τη δυνατή εμπορική πορεία τη δουλειάς του – όχι τόσο στη χώρα μας (που δεν νομίζω και να αφορά τόσο τον Λάνθιμο) όσο στο εξωτερικό. Δικαίως ο Λάνθιμος ευχαρίστησε τους παραγωγούς, τους ηθοποιούς του και, φυσικά, τον μόνιμο συνεργάτη του Ευθύμη Φιλίππου.

Στις ερμηνείες οι Ρούνεϊ Μάρα και Εμανουέλ Μπερκό κέρδισαν εξ ημισείας για το «Κάρολ» (έκπληξη – κάποιοι θα ξεχώριζαν την Κέιτ Μπλάνσετ) και το «Ο βασιλιάς μου». Δύο γυναικείες ερμηνείες στα δύο άκρα του ερμηνευτικού τερέν, αλλά ξεχωριστές και ιδιαίτερες – ειδικά στη δεύτερη περίπτωση.

Αφήνω όμως τις υπόλοιπες βραβεύσεις (υπέροχο οπτικά το «Assassins» του Χου Χσιάο Σιεν, αλλά απουσίαζε μια κάποια ουσιαστική ιστορία) και κρατώ δύο ξεχωριστές θέσεις στην καρδιά μου. Η μία είναι για το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής που απενεμήθη στον Ούγγρο Λάζλο Νέμες για τον υπέροχο «Γιο του Σαούλ», ένα φιλμ μοναδικής δύναμης για ένα «κουρασμένο» κινηματογραφικά θέμα (αυτό του Ολοκαυτώματος) που μέσα από τον φακό του νέου κινηματογραφιστή αποκτά μια άλλη διάσταση (ήρωας ένας ούγγρος εβραϊκής καταγωγής που εργάζεται, για τους ναζί, στο Αουσβιτς, παραλαμβάνοντας τους νεοαφιχθέντες συμπατριώτες του για τον θάλαμο αερίων). Αν δεν ήταν η πρώτη του ταινία, θα έφευγε με τον Χρυσό Φοίνικα.

Η άλλη είναι για τον Βενσάν Λιντόν, τον πρωταγωνιστή του αριστουργηματικού «Νόμου της αγοράς» του Στεφάν Μπριζέ. Το πορτρέτο που χτίζει, ένας δραματουργικός ωκεανός από μόνος του. Τον έβλεπα δακρυσμένο επί σκηνής να αφιερώνει το βραβείο στον γιο του, θυμίζοντάς μας παράλληλα και μια σπουδαία ρήση του Φόκνερ: «Κάντε μεγάλα όνειρα για να μπορείτε να τα βλέπετε όσο τα ακολουθείτε».

ΜΙΣΟΑΔΕΙΕΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ. Οσο για τις τελευταίες ημέρες των Καννών, ήταν μάλλον μοναχικές. Από την πέμπτη ημέρα του φεστιβάλ οι δημοσιογράφοι άρχισαν να φεύγουν. Οι αίθουσες έμεναν «σχεδόν» γεμάτες (ή μισοάδειες), ενώ συνήθως απέξω περίμεναν να μπουν άλλοι εκατό. Παρασκευή βράδυ, δύο ημέρες πριν από τη λήξη, και το Petit Majestic, το μπαράκι στο οποίο μαζευόμαστε όλοι οι «φεστιβαλιστές» χτυπούσε αρνητικό ρεκόρ προσέλευσης. Οι λόγοι για αυτό, αρκετοί.

Αλλά ας πιάσουμε το πιο προφανές: πόσες ταινίες υποβάλλονται για το διαγωνιστικό πρόγραμμα των Καννών κάθε χρόνο; Να πούμε εκατό; Οχι, λίγες είναι. Στην πραγματικότητα μιλάμε για χιλιάδες φιλμ. Από τα οποία ο διευθυντής του Φεστιβάλ, Τιερό Φρεμό, ξεχωρίζει δεκαοκτώ. Τώρα, όλως τυχαίως, οι περισσότερες από αυτές προέρχονται από μεγάλα και ηχηρά ονόματα: Γκας Βαν Σαντ, Σορεντίνο, Μορέτι, Γκαρόνε, Οντιάρ, Χέινς, σκηνοθέτες με επιτυχίες και, συχνά, κάποια Οσκαρ στο ενεργητικό τους. Κι όμως, στην προβολή του «Sea of trees» που υπέγραψε ο πρώτος στη λίστα, έγινε ο κακός χαμός από τα γιούχα. Ούτε ο Γκαρόνε ενθουσίασε το κοινό.

Είναι λοιπόν ζήτημα σκηνοθετών; Οχι απαραίτητα. Είναι όμως, στα σίγουρα, ζήτημα παραγωγών. Τι θα μας προσφέρει ο ένας, τι ο άλλος, ποια η αίγλη που θα αποκομίσουμε από αυτό, σε επίπεδο «κύρους» ή «λάμψης», και να το το διαγωνιστικό μας πρόγραμμα. Οι Κάννες βέβαια δεν διατείνονται πως παρουσιάζουν τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Καθορίζουν όμως τάσεις. Τάσεις που γίνονται, στη συνέχεια, οι πυξίδες των νέων σκηνοθετών που θέλουν και αυτοί, με τη σειρά τους, να κερδίσουν κάνα βραβείο βρε αδελφέ.