Κάτι πρόσφατες συζητήσεις με έκαναν να θυμηθώ εκείνο το βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά πριν από μερικά χρόνια και λεγόταν «Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει». Ο τίτλος του ήταν τόσο προκλητικός ώστε θα νόμιζε κανείς ότι ο συγγραφέας, ο Πιερ Μπαγιάρ, έκανε πλάκα ή σατίριζε μια συνήθεια των ψευτοδιανοούμενων. Αλλά ο Μπαγιάρ, καθηγητής της λογοτεχνίας σε παριζιάνικο πανεπιστήμιο, σοβαρολογούσε, αν και με πνευματώδες ύφος. Ακόμη και οι πιο καλλιεργημένοι άνθρωποι συζητούν συχνά για βιβλία που δεν έχουν διαβάσει ή έχουν διαβάσει αποσπασματικά ή έχουν μόνο ακούσει γι’ αυτά ή τα διάβασαν κάποτε, αλλά είτε τα έχουν ξεχάσει είτε τα θυμούνται «λάθος». Η αιρετική θέση του Μπαγιάρ ήταν ότι δεν υπάρχει εδώ λάθος, τίποτε από όλα αυτά δεν είναι μεμπτό, μπορούμε να συζητήσουμε μια χαρά για τέτοια βιβλία, ακόμη και να πούμε πρωτότυπα πράγματα, που δεν θα λέγαμε αν τα είχαμε διαβάσει.

Παρά τις κάποιες σοφιστείες και αντιφάσεις του ο Μπαγιάρ έχει κατά βάση δίκιο. Η θέση του στηρίζεται σε μια αλήθεια που δεν συνειδητοποιούμε πάντοτε όταν διαβάζουμε (ή δεν διαβάζουμε): ότι τα βιβλία δεν υπάρχουν μεμονωμένα αλλά κυλούν σε ένα πελώριο ρευστό, που είναι η παγκόσμια βιβλιοθήκη. Οπως ο βιβλιοθηκάριος στο «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» του Μούζιλ γνωρίζει και μπορεί να συσχετίσει όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης του χωρίς να τα έχει διαβάσει (ξέρει μόνο τους τίτλους και περιλήψεις του περιεχομένου τους), έτσι και εμείς εντάσσουμε στο διανοητικό σύμπαν μας ένα πλήθος βιβλία με βάση την ιδέα που σχηματίσαμε γι’ αυτά από άλλες πηγές.

Η παγκόσμια βιβλιοθήκη είναι ρευστή όχι μόνο επειδή τα βιβλία αυξάνονται συνεχώς, αλλά προπαντός επειδή η άποψη για ένα βιβλίο, τόσο η γενική όσο και η προσωπική, μεταβάλλεται με τον χρόνο και τις περιστάσεις. Ετσι, όταν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι συζητούν για ένα βιβλίο το πραγματικό αντικείμενο της συζήτησης δεν είναι το ίδιο το βιβλίο αλλά η σχέση τους. Και, αν θέλουμε να προχωρήσουμε ακόμη πιο κάτω (ο Μπαγιάρ το κάνει), καθένας από τους συζητητές μιλάει ουσιαστικά για τον εαυτό του, αποκαλύπτει ή και ανακαλύπτει τον εαυτό του.

Ολα αυτά έχουν όμως μια προϋπόθεση, που ο Μπαγιάρ δεν αναφέρει, προφανώς επειδή τη θεωρεί αυτονόητη: ότι το ρευστό της παγκόσμιας βιβλιοθήκης κινείται μέσα στη μεγάλη κοίτη που είναι η παιδεία. Ο Αντρέ Μαλρό έλεγε ότι παιδεία είναι αυτό που σου μένει όταν έχεις ξεχάσει όλα τα άλλα, εννοώντας με «τα άλλα» τις επιμέρους γνώσεις και εμπειρίες που τη διαμορφώνουν. Τι γίνεται όμως όταν δεν υπάρχει παιδεία; Τότε μιλάς για πράγματα που δεν ξέχασες, γιατί δεν τα γνώρισες ποτέ, και κρίνεις χωρίς να έχεις μάθει να σκέφτεσαι. Αυτό το παρατηρώ συχνά στην Ελλάδα, όταν συζητούνται βιβλία (και όχι μόνο). Ενα παράδειγμα είναι το ίδιο το βιβλίο του Μπαγιάρ. Πολλοί έπιασαν να το διαβάσουν νομίζοντας πως είναι ένα είδος σαβουάρ βιβρ για να εντυπωσιάζουν στις παρέες με τις «γνώσεις» τους!