Από το διαμαρτυρόμενο πλήθος της Πλατείας Συντάγματος ξεπροβάλλει η Ζωή Κωνσταντοπούλου, συνοδευόμενη από συνδικαλιστές. Οι αυτόπτες μάρτυρες χθες το μεσημέρι μπροστά από τα λουλουδάδικα είχαν πρωτόγνωρες εμπειρίες: η Πρόεδρος της Βουλής να συμμετέχει σε πορεία και στη συνέχεια να ζητεί τον λόγο από αστυνομικό επειδή η είσοδος του Κοινοβουλίου είναι κλειστή με κλούβες των ΜΑΤ.

«Σε ποια δύναμη ανήκετε;» ρωτάει η Κωνσταντοπούλου, φανερά ενοχλημένη, τον αστυνομικό. «Στη Διεύθυνση Αστυνομίας Αθηνών» απαντάει εμφανώς ξαφνιασμένος εκείνος. «Μου κατήγγειλαν πολίτες, οι οποίοι διαμαρτύρονται και είναι από τις νοσηλευτικές ενώσεις, ότι δεν τους αφήσατε να περάσουν» συνεχίζει η Πρόεδρος, για να λάβει τη διευκρινιστική ερώτηση του αστυνομικού: «Η πορεία (εννοείτε);». «Ναι. Από ποιον έχετε εντολή; Εγώ έχω δώσει εντολή η Βουλή να είναι ανοιχτή σε όποιον θέλει να διαμαρτυρηθεί και να καταθέσει ψήφισμα. Από ποιον έχει δημιουργηθεί αυτή η κατάσταση;» επιμένει η Κωνσταντοπούλου. «Τι να σας πω, εγώ εντολές εκτελώ» επιμένει ο ένστολος –φράση που μέχρι το τέλος της συζήτησης επαναλαμβάνει άλλες δύο φορές.

«Να κλείσετε την πρόσβαση στη Βουλή; Δεν έχετε αυτό το δικαίωμα, κύριε αστυνομικέ» ισχυρίζεται η Κωνσταντοπούλου. Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο «δίνεται η εικόνα ότι είναι εντολή της Βουλής να αποκλείεται η πρόσβαση των πολιτών» και ότι «η Βουλή προστατεύεται από κάποιον κίνδυνο, αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι κίνδυνος». Παρά τη διαβεβαίωση του αστυνομικού ότι θα μεταφέρει στους ανωτέρους του όσα λέει, η Πρόεδρος της Βουλής δεν πείθεται: «Οχι. Δεν θέλω να μου λέτε «θα μεταφέρω». Οποιος είναι υπεύθυνος για την εντολή να μου δώσει αναφορά και εξηγήσεις. Γιατί έκλεισε η πρόσβαση; Εγώ δεν θέλω να πηγαίνω στη Βουλή μέσα σε έναν τέτοιο κλοιό. Δεν είναι αυτή εικόνα Βουλής σε καιρό δημοκρατίας».

Αίσθηση προκλήθηκε βέβαια αμέσως μετά, όταν η Κωνσταντοπούλου προσκάλεσε αντιπροσωπεία διαδηλωτών να εισέλθει στη Βουλή και να καταθέσει το ψήφισμα. «Δεν έχω έτοιμο ψήφισμα, κυρία Πρόεδρε, και το προεδρείο μας έχει αποχωρήσει. Σίγουρα θα σας το φέρουμε μία από τις επόμενες ημέρες» ήταν η απάντηση ενός εκ των συνδικαλιστών. Ο ίδιος μάλιστα αποκάλυψε ότι στόχος των διαδηλωτών δεν ήταν να μπουν στη Βουλή. Η πορεία γιατρών και εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία είχε προορισμό των υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης.

Ακόμη και υποστηρικτές της Προέδρου της Βουλής διερωτώνται για ποιον λόγο εκείνη επέλεξε να ζητήσει εξηγήσεις από έναν εργαζόμενο αντί να επικοινωνήσει απευθείας με τον αναπληρωτή υπουργό Προστασίας του Πολίτη Γιάννη Πανούση, ώστε να λάβει συγκεκριμένη απάντηση και, αν είναι δυνατόν, να δοθεί και άμεση λύση –και όχι να δίνει επιχειρήματα σε εκείνους που θεωρούν ότι «η παρέμβασή της ήταν μια κίνηση εντυπωσιασμού μπροστά στις κάμερες και όχι ουσίας».

Οργισμένες και ειρωνικές ήταν οι αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, με τη ΝΔ να επισημαίνει ότι «η πρωτοφανής δημόσια λεκτική «επίθεση» στον επικεφαλής των μέτρων τάξης της ΕΛ.ΑΣ. δεν συνάδει ούτε με τον θεσμικό ρόλο της Προέδρου της Βουλής ούτε με τη διάκριση των εξουσιών» και να την κατηγορεί ότι αναλαμβάνει πλέον και «αστυνομικά καθήκοντα». Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η ανακοίνωση της Χαριλάου Τρικούπη. «Η κυρία Κωνσταντοπούλου είναι προφανές ότι γυρίζει «με το ζωνάρι λυμένο», αναζητώντας ευκαιρίες διαφοροποίησης από μια κυβέρνηση στην ορκωμοσία της οποίας παρέστη ως παρακολούθημά της και η οποία –διά του κ. Τσίπρα –την επέλεξε ως Πρόεδρο της Βουλής».

Το Ποτάμι σε ανακοίνωσή του σχολιάζει σκωπτικά ότι «συμπονά τον Πρωθυπουργό» και «την επιπόλαιη απόφαση να την προτείνει για Πρόεδρο της Βουλής που πληρώνει κάθε μέρα πολύ ακριβά».

Ενοχλημένοι στην ΕΛ.ΑΣ.

Ιδιαίτερα ενοχλημένοι εμφανίζονταν χθες ανώτεροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. για τη συμπεριφορά της Προέδρου της Βουλής απέναντι στον συνάδελφό τους, αστυνομικό υποδιευθυντή. Πάντως η ανακοίνωση της ΓΑΔΑ χθες το βράδυ ήταν τυπική: «Οι επικεφαλής αξιωματικοί των μέτρων τελούσαν υπό τον συντονισμό, τις κατευθύνσεις και τις εντολές του Κέντρου Επιχειρήσεων. Η Ελληνική Αστυνομία, ως θεσμός του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, εγγυάται την ελεύθερη έκφραση των πολιτών και παράλληλα προστατεύει το δικαίωμα της κοινωνίας στη δημόσια τάξη και ασφάλεια».