«Δεν μπορώ να σταματήσω το τρέξιμο γιατί θα ήταν σαν να σταματάω να ζω. Για μένα το να τρέχω είναι ολόκληρη η ζωή μου». Θεωρείται και όχι άδικα ο κορυφαίος δρομέας όλων των εποχών. Ο Αιθίοπας Χαϊλέ Γκεμπρεσελασιέ με τη συμμετοχή του την περασμένη Κυριακή στον μεγάλο αγώνα του Μάντσεστερ έκλεισε έναν μεγάλο κύκλο δρομικών αποστάσεων σε διάστημα πάνω από είκοσι χρόνια, που τον καθιέρωσαν ως τον «αυτοκράτορα της αντοχής».
Μάλιστα αυτά είχαν αρχίσει από πολύ νωρίς, όταν επί μία δεκαετία πήγαινε τρέχοντας από το σπίτι στο σχολείο και πάλι πίσω στο σπίτι. Τότε στα δύσκολα νεανικά χρόνια, στο χωριό Ασέλα της επαρχίας Αρσι, νοτίως της Αντίς Αμπέμπα, ο μικρός Χαϊλέ κάλυπτε καθημερινά 20 χλμ. και είχε αποφασίσει από τότε με τι θα ασχοληθεί και ας του φώναζε ο πατέρας του να γίνει δάσκαλος ή δικηγόρος για να ξεφύγει από τη μιζέρια και να έχει ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.
Στην αθλητική του ζωή έκλαψε δύο φορές, μία από χαρά και μία από λύπη –και οι δύο ήταν στις ΗΠΑ. Η πρώτη το μακρινό 1996 στην Ατλάντα, όταν ανέβηκε στο κορυφαίο σκαλί του βάθρου στα 10.000 μ. των Ολυμπιακών Αγώνων της πόλης. Ηταν η πρώτη φορά που κατακτούσε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο κάνοντας πραγματικότητα ένα όνειρο ζωής.
Ατομικά το κάνει, όχι μόνο με φιλανθρωπίες αλλά κυρίως δίνοντας εργασία σε εκατοντάδες συμπατριώτες του σε εταιρείες που έχει συστήσει. Το άνοιγμα που έκανε στον κτηματομεσιτικό τομέα ήταν ιδανικό και εκεί είχε ραγδαία άνοδο.
Με εφαλτήριο την Αντίς Αμπέμπα, άρχισε τις κατασκευές με ένα πολυκέντρο στην αιθιοπική πρωτεύουσα, ενώ μετά στράφηκε στην αγορά γης, μέρος της οποίας αξιοποίησε με την πιο χρυσή ίσως εθνική επένδυση, τις φυτείες του καφέ.
Από την καλύβα στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου των Ολυμπιακών
Εχοντας ζήσει τα παιδικά του χρόνια μαζί με τα εννέα αδέλφια του στη φτωχική τους καλύβα, δεν ξέχασε ποτέ πόσο δύσκολα μεγαλώνουν τα παιδιά στην πατρίδα του. Γι’ αυτό και κάποια από τα κέρδη που αποκομίζει από τους αγώνες τα διοχετεύει στην εκπαίδευση άπορων παιδιών, χρηματοδοτώντας τη λειτουργία δύο σχολείων στην πόλη του. Σε ηλικία 14 ετών το 1987, όταν κέρδισε έναν αγώνα 800 μέτρων, ουσιαστικά ξεκινούσε μια πλούσια καριέρα, αν και χρειάστηκε μια πενταετία για να γίνει παγκοσμίως γνωστός, όταν κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων – Νεανίδων στη Σεούλ το 1992.
Ακολούθησαν δύο χρυσά ολυμπιακά μετάλλια (1996 και 2000) και πέντε χρυσά σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα αλλά και 21 παγκόσμια ρεκόρ (16 στον ανοιχτό στίβο και 5 στον κλειστό) για τον κορυφαίο δρομέα αντοχής όλων των εποχών, αφού κατάφερε να διακριθεί στο μεγαλύτερο εύρος δρομικών αγωνισμάτων περισσότερο από κάθε άλλον, ξεπερνώντας τους μυθικούς Πάαβο Νούρμι (Φινλανδία) και Εμίλ Ζάτοπεκ (Τσεχοσλοβακία).