Το πρωί της περασμένης Τρίτης 28 Απριλίου ένα έγγραφο της Ιντερπόλ που έφτασε στην Ασφάλεια Αττικής έκανε τους αξιωματικούς που ασχολούνταν με την υπόθεση εξαφάνισης της τετράχρονης Αννυ Μπορίσοβα να ανατριχιάσουν. Στο έγγραφο περιλαμβάνονταν πληροφορίες από τη Βουλγαρία και ανέφεραν πώς είχε πεθάνει το κοριτσάκι και τι είχε επακολουθήσει. Είχε δολοφονηθεί από τα χέρια του εικοσιεπτάχρονου τοξικομανούς πατέρα του ο οποίος στη συνέχεια το είχε τεμαχίσει. Η φρίκη όμως δεν σταματούσε εδώ. Ο πατέρας είχε μαγειρέψει τα κομμάτια προκειμένου να μη βρεθεί ποτέ το σώμα και να παραμείνει ατιμώρητος για ένα από τα φρικτότερα εγκλήματα στα χρονικά.

Η δολοφονία τοποθετείται χρονικά στις 19-20 Απριλίου. Η μητέρα της Αννυ βρισκόταν στη Γερμανία και είχε αφήσει το παιδί με τον πατέρα του. Ο Σάββας, όπως αποκαλείται ο πατέρας, είχε ήδη σκοτώσει τη μικρή και ταυτόχρονα είχε σχεδιάσει σε όλες τις λεπτομέρειες την εξαφάνιση της σορού και κάθε ίχνους του εγκλήματος. Είναι άγνωστο αν είπε στη μητέρα ότι είχε σκοτώσει το παιδί. Κατά μία εκδοχή την τρομοκράτησε ότι οι ευθύνες θα έπεφταν πάνω της για την εξαφάνιση της μικρής, αφού εκείνη είχε την επιμέλεια και την έπεισε να υποστηρίξει το σενάριο της εξαφάνισης. Στις 22 Απριλίου ταξιδεύουν μαζί για τη Βουλγαρία και επιστρέφουν την επομένη. Στις 24 Απριλίου η μητέρα δηλώνει την εξαφάνιση του παιδιού στο Αστυνομικό Τμήμα Ομονοίας λέγοντας ότι είχε χαθεί από τις 21 του μήνα.

Η κινητοποίηση. Από τη στιγμή της δήλωσης εξαφάνισης αρχίζει μια συστηματική έρευνα από την Αστυνομία με τη συμμετοχή των εμπειρότερων αστυνομικών και εξειδικευμένων υπηρεσιών της Ασφάλειας: από το Τμήμα Ανηλίκων, το Οργανωμένο Εγκλημα και τη Δίωξη Εγκλημάτων κατά Ζωής. Οσο η μητέρα παρουσίαζε σενάρια που έμπαζαν, με συνεχείς αντιφάσεις, τόσο οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να συνθέσουν κομμάτια σε ένα παζλ που δεν ήξεραν πού θα τους οδηγούσε. Από την πρώτη στιγμή ήταν βέβαιοι ότι τα πράγματα δεν είχαν καμία σχέση με όσα τους παρουσίαζε η Ντιμιτρίνα Μπορίσοβα. Ετσι αναζήτησαν και εντόπισαν τον βιολογικό πατέρα του παιδιού που δεν είχε εμφανισθεί. Στο αρχικό σενάριο της μητέρας ότι είχε αφήσει το κοριτσάκι με μια –όπως αποδείχθηκε –ανύπαρκτη συμπατριώτισσά της, ονόματι Σύλβια, που έχασε το παιδί σε παιδική χαρά και στη συνέχεια άνοιξε η γη και κατάπιε και εκείνη, προστέθηκαν κι άλλες εκδοχές: το παιδί ήταν με τον πατέρα, μετά ισχυρίσθηκαν ότι ήταν με μια γιαγιά, όλες όμως καταρρίπτονταν.

Τα πρώτα σενάρια της Αστυνομίας που οδήγησαν την έρευνα ήταν δύο: αφενός το παιδί να είχε πουληθεί, αφετέρου να το είχαν κρύψει κάπου οι ίδιοι οι γονείς προκειμένου να αποσπάσουν λεφτά από τον πενηντάχρονο Γερμανό που είχε επισκεφτεί η Μπορίσοβα και από τον οποίο, κατά τις πληροφορίες της Αστυνομίας, αποσπούσε χρήματα. Θα του παρουσίαζαν δηλαδή το δράμα της απαγωγής του παιδιού και θα ζητούσαν λεφτά για τα δήθεν λύτρα. Το σενάριο της πώλησης αδυνάτιζε λόγω της ηλικίας του παιδιού, αφού θεωρήθηκε μεγάλο για παράνομη υιοθεσία. Ετσι, μέσω Ιντερπόλ εξετάσθηκε ο Γερμανός, ενώ στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι η μητέρα είχε ταξιδεύσει και στη Βουλγαρία και είχε επιστρέψει μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, μαζί μάλιστα με τον πατέρα του παιδιού. Ετσι, οι έρευνες στράφηκαν και προς τη Βουλγαρία με τη βοήθεια των προξενικών Αρχών.

Ο μάρτυρας – κλειδί. Γρήγορα διαπιστώθηκε ότι στη Βουλγαρία είχαν συναντηθεί με συμπατριώτη τους, που στο παρελθόν είχε φιλοξενήσει ο πατέρας στο σπίτι του, στην οδό Μιχαήλ Βόδα, και αποτυπώματά του είχαν βρεθεί στο διαμέρισμα. Αυτός αποδείχθηκε μάρτυρας – κλειδί, καθώς ο πατέρας τού είχε πει σχεδόν με κάθε λεπτομέρεια τι είχε κάνει.

Από τη στιγμή που οι αστυνομικοί ήξεραν ότι το παιδί ήταν πλέον νεκρό και ότι δεν θα κατάφερναν να εντοπίσουν το σωματάκι του, άρχισαν να αναζητούν στοιχεία για να δέσουν την υπόθεση, αφού ο 27χρονος πατέρας αποδείχθηκε σκληρό καρύδι στην ανάκριση. Ετσι, οι αστυνομικοί άρχισαν να παίζουν το παιχνίδι των καθυστερήσεων για να παρατείνουν την κράτησή του. Αρχικά συνέλαβαν τους γονείς για κατοχή ναρκωτικών –είχαν βρεθεί στο σπίτι δύο χάπια στεντόν χωρίς συνταγή. Στη συνέχεια τούς συνέλαβαν εκ νέου για ψευδορκία, αφού είχαν πει καταφανώς ψέματα και άλλαζαν τις καταθέσεις τους. Τελικά υποχρεώθηκαν να τους αφήσουν ελεύθερους την περασμένη Πέμπτη 30 του μήνα αφού δεν είχαν «σπάσει», αλλά έγιναν η σκιά τους.

Την περασμένη Τετάρτη, 29 Απριλίου, μάλιστα, από την Αστυνομία διέρρευσε η είδηση ότι η μητέρα είχε αναγνωρίσει με σχετική βεβαιότητα το παιδί της σε φωτογραφία που δήθεν είχε δώσει πολίτης και εμφάνιζε το παιδί να μπαίνει μαζί με μια γυναίκα σε ταξί. Η κίνηση αυτή ερμηνεύεται τώρα ότι έγινε για να χαλαρώσει τον πατέρα ώστε να θεωρήσει ότι έγινε πιστευτό το σενάριο της αρπαγής του παιδιού. Ταυτόχρονα, προχώρησαν σε άρση του τηλεφωνικού απορρήτου ώστε να εντοπισθούν τυχόν στοιχεία σε επικοινωνίες. Το ενδιαφέρον εστιάστηκε στις επικοινωνίες με τον βούλγαρο μάρτυρα – κλειδί.

«Δεν θα βρισκόταν ποτέ». Ομάδες αστυνομικών δούλευαν νύχτα και μέρα προκειμένου να αξιοποιηθεί κάθε στοιχείο και πιθανή μαρτυρία. Το γεγονός ότι το θύμα ήταν ένα παιδάκι αποτελούσε επιπλέον κίνητρο για να μη σταματούν στιγμή οι έρευνες. Ηδη από την Πέμπτη τον πρώτο λόγο πια στην έρευνα είχε η Δίωξη Εγκλημάτων Κατά Ζωής, αφού δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το παιδί ήταν όχι απλώς νεκρό, αλλά όπως έλεγαν χαρακτηριστικά αξιωματικοί «δεν θα βρισκόταν ποτέ».

Ομάδα αστυνομικών από την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης είχε μεταβεί στο μεταξύ στη Βουλγαρία και είχε εξετάσει από κοντά τον μάρτυρα. Ετσι γνώριζαν ότι στο σατανικό σχέδιο εξαφάνισης του κοριτσιού ο πατέρας είχε σκεφτεί κάθε λεπτομέρεια. Το κομμάτιασε αλλά δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Μαγείρεψε τα κομμάτια και ύστερα τμηματικά τα τύλιξε με αλουμινόχαρτα και τα μοίρασε σε κάδους σκουπιδιών σε όλη την Αττική: ακόμη κι αν κάποιος έβρισκε κάτι θα τα θεωρούσε αποφάγια.

Παράλληλα, συνεργεία των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων που σχεδόν καθημερινά σπιθαμή προς σπιθαμή ερευνούσαν το διαμέρισμα του πατέρα εντόπισαν βιολογικό υλικό που ταυτίσθηκε ότι ήταν του παιδιού.

Η ομολογία. Ο χρόνος προς την ομολογία μετρούσε ήδη ανάποδα. Με βάση τα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εις βάρος του 27χρονου που τελικά ομολόγησε τι έκανε στο σώμα του παιδιού. Οπως φέρεται να είπε, βρήκε νεκρό το παιδί και αποφάσισε να το εξαφανίσει για να μην τον θεωρήσει υπεύθυνο του θανάτου η μητέρα και τον εγκαταλείψει.

Χθες διατάχθηκε η σύλληψή της 25χρονης μητέρας με την κατηγορία της έκθεσης ανηλίκου σε κίνδυνο αφού ο πατέρας πολλές φορές στο παρελθόν χτυπούσε το κοριτσάκι κι εκείνη το άφηνε παρ’ όλ’ αυτά μαζί του όταν ταξίδευσε στη Γερμανία.