Ο τερματισμός στον μαραθώνιο προκαλεί τόση χαρά στους δρομείς, ώστε τους κάνει να ξεχνούν όλους τους πόνους, τα μυϊκά «τραβήγματα» ή ακόμα και τις «φουσκάλες» που έβγαλαν στη διάρκειά του, σύμφωνα με μία νέα μελέτη.

Το φαινόμενο αυτό μοιάζει με την ευτυχία που πλημμυρίζει μια νέα μητέρα όταν κρατάει για πρώτη φορά το μωρό της και η οποία την κάνει να ξεχνάει μονομιάς τους πόνους του τοκετού.

Αν και το τρέξιμο είναι ιδιαίτερα τονωτικό για το σώμα και την ψυχή, δεν σημαίνει ότι είναι ανώδυνο όταν κάποιος διανύει τρέχοντας 42,195 συναπτά χιλιόμετρα.

Παρ’ όλα αυτά, οι μαραθωνοδρόμοι επιστρέφουν ξανά και ξανά στο αγαπημένο τους άθλημα και ένας επιστήμονας από το Πανεπιστήμιο Jagiellonian της Κρακοβίας, στην Πολωνία, θέλησε να εξηγήσει αυτή τη συμπεριφορά.

Όπως εξηγεί ο δρ Πρζεμυσλάου Μπάμπελ, από το Ινστιτούτο Ψυχολογίας του Jagiellonian, στην επιθεώρηση «Memory», πραγματοποίησε τη μελέτη του σε 39 άντρες και 23 γυναίκες δρομείς που είχαν συμμετάσχει το 2012 στον 11ο Μαραθώνιο της Κρακοβίας.

Λίγα λεπτά έπειτα από τον τερματισμό τους, ο δρ Μπάμπελ ζήτησε από τους 62 δρομείς να απαντήσουν σε μία σειρά από ερωτήματα για τους πόνους που ένιωθαν και για τα συναισθήματά τους εκείνη τη στιγμή.

Τρεις ή έξι μήνες αργότερα ήρθε εκ νέου σε επαφή μαζί τους, ζητώντας τους να θυμηθούν πόσο πονούσαν κατά την πρώτη τους συνάντηση.

Η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων υποτίμησαν τον πόνο κατά τον τερματισμό, όχι μόνο ως προς την έντασή του, αλλά και ως προς τα αρνητικά συναισθήματα που τους είχε δημιουργήσει.

Οι δρομείς, λ.χ., με τους οποίους ο δρ Μπάμπελ επικοινώνησε έξι μήνες αργότερα, βαθμολόγησαν τον πόνο που ένιωθαν κατά τον τερματισμό τους με 3,2 σε μία κλίμακα από 0 έως 7, ενώ λίγο μετά τον τραυματισμό τον είχαν βαθμολογήσει με 5,5.

Όσοι, όμως, υπέφεραν περισσότερο μέχρι να τερματίσουν, του έδωσαν υψηλότερη βαθμολογία κατά την ανάκλησή του στη μνήμη τους απ’ ό,τι οι δρομείς που τερμάτισαν με λιγότερους πόνους.

Το ίδιο συνέβη και με εκείνους που την ώρα του τερματισμού ένιωθαν αρκετά αρνητικά συναισθήματα, όπως άγχος και φόβο (π.χ. ότι έχουν τραυματιστεί).

Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν ότι η εμπειρία του πόνου διαθέτει ισχυρή ψυχολογική συνιστώσα, η οποία επηρεάζεται και από το σωματικό σύμπτωμα καθ’ εαυτό και από τα συναισθήματα του ατόμου, λέει ο δρ Μπάμπελ.

Και προσθέτει πως τα νέα ευρήματα υποστηρίζουν εκείνα άλλης μελέτης του που δημοσιεύθηκε προσφάτως στην «Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση Πόνου» (EJP) και έδειξε ότι τρεις ή έξι μήνες μετά από μία γυναικολογική επέμβαση οι γυναίκες υπερεκτιμούν τον πόνο που είχαν νιώσει, ενώ μετά από μία καισαρική τον υποτιμούν – πιθανώς διότι εκλαμβάνουν την γυναικολογική εγχείρηση ως αρνητική εμπειρία και την καισαρική ως θετική.