Ο ρουκετοπόλεμος μεταξύ των δύο ενοριών του Βροντάδου, αυτής του Αγίου Μάρκου και εκείνης της Παναγίας της Ερυθιανής, είναι από τα πιο προβεβλημένα έθιμα του Πάσχα. Οι δύο ενορίες χωρίζονται από τον χείμαρρο της Κουδούνας ο οποίος αποτελεί και το «φυσικό σύνορο» των δύο «παρατάξεων». Στόχος είναι ο τρούλος και το Λιονταράκι, έμβλημα του Αγίου Μάρκου, από την μια και το ρολόι της Ερυθιανής από την άλλη.

Η παράδοση αναφέρει ότι ξεκίνησε από τα παιδιά των ενοριών που έπαιζαν πετροπόλεμο με σφεντόνες. Στη συνέχεια άρχισαν να εμπλέκονται και οι μεγαλύτεροι, με αποτέλεσμα οι σφεντόνες να αντικατασταθούν από κανονάκια των εμπορικών πλοίων τα οποία είχαν για λόγους ασφαλείας. Χρησιμοποιώντας μόνο πυρίτιδα προσπαθούσαν με τον δυνατό τους κρότο την ώρα της Ανάστασης να σπάσουν η μία εκκλησιά τα τζάμια της άλλης. Εκτός από τα κανονάκια χρησιμοποιούσαν και τα «σουρντάδα», δηλαδή δίκρανα και κοντόκαννα εμπροσθογεμή όπλα. Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια έως ότου οι Τούρκοι το 1889 τα απαγορεύσουν, με τον πυροτεχνουργό Κορακάκη να βρίσκει τη λύση και να φτιάχνει τις πρώτες ρουκέτες.

Τελικά γύρω στο 1900 έμαθαν να κατασκευάζουν μόνοι τους τις ρουκέτες. Το Μεγάλο Σάββατο η ένταση είναι διάχυτη καθώς τα πειράγματα έχουν ξεκινήσει μαζί με τις δοκιμαστικές βολές. Παλαιότερα οι ρουκετατζήδες ανέβαιναν στις σκεπές των εκκλησιών, όμως υπό τον κίνδυνο σοβαρών ατυχημάτων πλέον ακροβολίζονται στα χωράφια ανάμεσα από τις εκκλησίες οι οποίες απέχουν περίπου 400 μέτρα η μία από την άλλη.

Με το άκουσμα του «Χριστός Ανέστη» ξεκινά η «μάχη», με τις ρουκέτες να εκτοξεύονται από τις αντίπαλες πλευρές προσφέροντας μοναδικό θέαμα. Ο ουρανός γεμίζει από τις φωτεινές τροχιές των χιλιάδων ρουκετών, χαράζοντας τη νύχτα και γεμίζοντας με λάμψεις την περιοχή.

Με τον ερχομό της Κυριακής του Πάσχα οι ρουκετατζήδες ελέγχουν τις απώλειές τους κάνοντας αυτοψία ο ένας στην ενορία του άλλου και, συνεχίζοντας τα πειράγματα, υπενθυμίζουν σε όλους ότι δεν τους χωρίζει τίποτα και δίνουν ραντεβού για την επόμενη χρονιά.