«Εχω άγχος. Δεν πάμε καλύτερα σε ένα μοναστήρι να κάνουμε τη συνέντευξη;». Μα δεν θα λέμε τίποτα του αποκρίνομαι. «Κι εγώ δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να μιλήσει κανείς, ούτε γι’ αυτή την ταινία, ούτε γι’ αυτόν τον ήρωα» μου λέει ο πρωταγωνιστής της «Νορβηγίας» και έχουμε ήδη ξεκινήσει παράξενα. Για να πούμε την αλήθεια όμως, έτσι αρχίζουν συνήθως οι κουβέντες με τον Βαγγέλη Μουρίκη: ο μόνος τρόπος για να καταλήξεις κάπου είναι να ξεκινήσεις δίχως μια ουσιαστική αφετηρία.
Κάποια στιγμή αρχίζουμε και την κουβέντα για τον ήρωα, τον χορευταρά βρικόλακα Ζανό. «Το μόνο που ενδιαφέρει αυτόν τον ήρωα, αυτόν τον βρικόλακα, είναι το πώς να διασκεδάσει. Κι εμείς αποδεχόμαστε αυτό το κόλπο του –που όμως δεν εμπεριέχει μια ελαφράδα. Γιατί είναι ένας βαθιά συναισθηματικός ήρωας, που όμως προσπαθεί να λύσει τα όποια προβλήματά του διασκεδάζοντας. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά του σε σχέση με τους άλλους κινηματογραφικούς ήρωες, αυτή είναι όμως και η διαφορά της «Νορβηγίας» από τις άλλες ταινίες –έτσι νομίζω τουλάχιστον. Κάπου εκεί αποδέχεσαι και εκείνη, και αυτόν».

«Είναι όμως», συνεχίζει, «και μια ωραία απόδραση και για τα παιδιά τού σήμερα που βλέπουν την ταινία και γουστάρουνε. Μιλάω για τους θεατές εκείνους που είναι έξω από σύμβολα και κώδικες».

Δηλαδή, αυτούς που προτιμούν τις μεταμεσονύκτιες προβολές. «Μα είναι μεταμεσονύκτιο και το έργο! Πήγαινα τότε στο Αλφαβίλ, ούτε που θυμάμαι πόσες ταινίες είδα εκείνα τα χρόνια σ’ αυτή την αίθουσα.

Ηταν και μια εποχή με πολύ σινεμά και ακόμα περισσότερη μουσική. Δεν ξέρω, είναι λες και ο Βεσλεμές ο ίδιος έρχεται να ζητήσει κάτι από εκείνη την εποχή, ως παιδί της. Κατά έναν τρόπο ζητάει κάτι από την υπέρβαση του τότε. Μια ανάγκη που βγαίνει από τον τάφο, ως βρικόλακας!».

Και το ωραίο είναι πως οι προβολές θα γίνουν στο Αστυ, αίθουσα δηλαδή που διατηρεί η οικογένεια Στεργιάκη, που επίσης δούλευε το Αλφαβίλ. «Λες και η ταινία επιστρέφει στο σύμπαν εκείνο, από το οποίο είχε κατά κάποιον τρόπο γεννηθεί» συμπληρώνει ο πρωταγωνιστής. «Εδώ είναι και το στοίχημα».

Στο μεταξύ, ο Βαγγέλης Μουρίκης είναι η μεγάλη ατραξιόν της «Νορβηγίας». Που μπορεί να είναι μια ταινία μουσικά επενδυμένη και φωτογραφισμένη με φαντασία και πολλή αγάπη, δίχως τον Ζανό όμως χάνει τη ραχοκοκαλιά της.

«Ηταν κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι έχω κάνει στο παρελθόν. Είχε και τους χορούς του. Γούσταρα. Δυστυχώς δεν ήμουν στη Θεσσαλονίκη όταν παίχτηκε η ταινία, αλλά έμαθα πως ο ήρωας αυτός και η ταινία μαζί του δούλεψαν απελευθερωτικά σε σχέση με το κοινό. Διασκέδασαν δηλαδή με ένα φιλμ που δεν ήξεραν αν είναι κωμωδία ή ταινία τρόμου, αλλά ήταν διατεθειμένοι να πάνε όπου εκείνο θα τους πήγαινε. Που σημαίνει πως κάποιοι ήθελαν να δουν έναν ήρωα να αστειεύεται και να εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο».

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 1984. Στην πιο χαρακτηριστική σκηνή της «Νορβηγίας», ο βρικόλακας Ζανό παρακολουθεί μια ταινία παρέα με τον ιδιοκτήτη μιας αλλοπρόσαλλης disco στην Αθήνα του 1984.

Τον πρώτο ενσαρκώνει ο Βαγγέλης Μουρίκης, γνωστός σ’ εμάς από ταινίες – ορόσημα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου όπως «Ο Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού, η «Ψυχή στο στόμα» και το «Μικρό ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη (ο ηθοποιός είναι τακτικός θαμώνας στις ταινίες και των δύο σκηνοθετών).

Τον δεύτερο, ο Μάρκος Λεζές, αστέρας της ελληνικής βιντεοταινίας κάπου εκεί στα χρόνια του ’80 –στη συγκεκριμένη σκηνή μάλιστα παρακολουθεί μία από αυτές τις ταινίες ζητώντας τη γνώμη του Ζανό. Δηλαδή του Βαγγέλη Μουρίκη.

Πίσω τους, κολλημένη σ’ ένα ψυγείο, μια αφίσα του Ανδρέα Παπανδρέου. «Με ρωτάει αν ήταν ηθοποιός μέσα στη σκηνή. Ηταν συγκινητικό. Την πλήρωσαν οι ηθοποιοί, οι σκηνοθέτες και οι τραγουδιστές εκείνα τα χρόνια, έγιναν οι αποδιοπομπαίοι τράγοι.

Και αυτό παρέσυρε μαζί του ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτισμού, του κόσμου εκείνου, που ουσιαστικά απλώς αναπαρήγαγε την εικόνα αυτών που, στο τέλος, τον κατηγόρησε. Ηταν ο προφανής στόχος, ο πιο γρήγορος αντίπαλος. Δεν ξέρω, η ταινία γι’ αυτό μιλάει; Πάνω απ’ όλα, η «Νορβηγία» είναι μια διασκεδαστική ταινία».

ΣΤΑ ΕΓΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ. Η ταινία διαδραματίζεται στα 80s, τα οποία και μεταφράζονται κινηματογραφικά με μια εξόχως θεαματική όσο και pop αισθητικής φωτογραφία, όπου ο Ζανό, φωτοφοβικός, βρικόλακας και δεινός χορευτής φτάνει στην Ντίσκο Ζαρντόζ (όνομα παρμένο από την ομώνυμη ταινία του Τζον Μπούρμαν) όπου και συναντά την πόρνη Αλίκη (Αλεξία Καλτσίκη) και τον νορβηγό ντίλερ Πίτερ (Daniel Bolda).

Μαζί τους αναλαμβάνει μια ύποπτη δουλειά που τον οδηγεί στο βουνό της Πάρνηθας, στα έγκατα της γης, στο βασίλειο του Μαθουσάλα. Το τι συμβαίνει από εκεί και μετά ειλικρινά δεν περιγράφεται και ελπίζω να μην αποκαλυφθεί στον Τύπο: όσο λιγότερα ξέρετε για τη «Νορβηγία» τόσο το καλύτερο.

Μετά τα μεσάνυχτα

Η «Νορβηγία» του Γιάννη Βεσλεμέ με τον Βαγγέλη Μουρίκη (εδώ σε σκηνή από την ταινία) θα προβάλλεται από τις 3 Ιανουαρίου 2015 και κάθε Σάββατο του Ιανουαρίου στον κινηματογράφο Αστυ (Κοραή 4, Πανεπιστήμιο) μετά τα μεσάνυχτα.