Το 2002 βρέθηκα στην Κούβα. Ο Φιντέλ ήταν ακόμη υγιής και ηγέτης, ο Ραούλ ήταν υπουργός. Θυμάμαι μια μετασοβιετική επαρχία με περισσότερο μπρίο, εξωστρεφείς ανθρώπους αλλά και μεγάλες δυσκολίες. Η Επανάσταση του 1959 –αυτό το κράμα απελευθερωτικού αγώνα και αγροτικού ξεσηκωμού –ήταν πια καθεστώς. Στην απίθανη ντίσκο Μακούμπα που βρέθηκα, ο μέσος Κουβανός μπορούσε να μπει μόνο μία φορά τον χρόνο λόγω οικονομικής αδυναμίας και οι περισσότεροι αρκούνταν σε βεγγέρα έξω από τα σπίτια τους. Υπήρχε μια υπόγεια δυσφορία για τον Φιντέλ ενώ ο Τσε είχε πάρει τις διαστάσεις αγίου με τον τρόπο που ο λαϊκός κόσμος επιζητά να ακουμπήσει παρηγορητικά σε μεγάλα πρόσωπα. Εχω όμως και την εικόνα ενός σπουδαίου δημόσιου συστήματος υγείας και παιδείας όπου είχαν καθολική πρόσβαση οι πολίτες. Και κάτι ακόμη: η συνεκτικότητα του λαού ένιωσα να πριμοδοτείται από τον εξωγενή «παράγοντα» που με το βάρβαρο εμπάργκο του ενέτεινε τα προβλήματα που είχαν διογκωθεί μετά και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Ο Φιντέλ θωράκιζε το καθεστώς του και με πρόσχημα τη στάση των ΗΠΑ.

Τα χρόνια πέρασαν, ο Φιντέλ αποσύρθηκε, ο αδελφός του Ραούλ ανέλαβε, η Κούβα παρέμεινε για τους αριστερούς ένα απόρθητο αντιιμπεριαλιστικό κάστρο στο υπογάστριο των ΗΠΑ και παρά το νερό που είχε αρχίσει να βάζει στο κρασί της η νέα ηγεσία. Από την άλλη βέβαια τα επιτεύγματα –κι ενώ ο αποκλεισμός από την Αμερική καλά κρατούσε –συνεχίζονταν αφού το 2011, σύμφωνα με την UNESCO, η Κούβα είχε το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο της Καραϊβικής και κατατασσόταν 14η στον κόσμο.

Την εβδομάδα που μας πέρασε έγινε κάτι κομβικό: ΗΠΑ και Κούβα οδεύουν πια σε εξομάλυνση των μεταξύ τους διπλωματικών σχέσεων με στόχο και την άρση του εμπάργκο. Μια φράση του Ομπάμα όμως –για την ανεμπόδιστη ταξιδιωτική ροή του λαού του στη χώρα του Φιντέλ –ήταν το κλειδί: «Οι αμερικανοί πολίτες θα είναι οι καλύτεροι «πρεσβευτές» του αμερικανικού τρόπου ζωής». Κι έχω την αίσθηση πως αυτό που άφησε ημιτελές στον Κόλπο των Χοίρων ο Κένεντι, θα το ολοκληρώσει ο «στρατός» των τουριστών με τα λουράκια all inclusive.