Αυτό που ξεκίνησε ως το σκοτεινό αντικείµενο του πόθου για συλλέκτες έχει πλέον µε το µέρος του τα επίσηµα στοιχεία

της δισκογραφικής βιοµηχανίας. η επιστροφή των δίσκων είναι γεγονός

Ρεπορτάζ Διονυσία Μαρίνου

Βινύλιο: αναλογικό μέσο αποθήκευσης ήχου. Ιδιαίτερα διαδεδομένο από τη δεκαετία του 1920 έως και του 1990 οπότε μπήκε στο περιθώριο εξαιτίας της ανάδειξης του ψηφιακού δίσκου. Μοιάζει ήδη με λήμμα ξεχασμένο σε κάποιο λεξικό, αλλά η σκληρή αλήθεια των αριθμών είναι άλλη. Κυρίες και κύριοι ακροατές, το βινύλιο επιστρέφει δυναμικά. Αλλά ακόμη και αυτό μπορεί να το έχετε ακούσει με αφορμή κάποιο από τα παζάρια δίσκων που διοργανώνονται κατά καιρούς. Να, όμως, που τα επίσημα στοιχεία της βρετανικής δισκογραφικής βιομηχανίας βάζουν λεζάντα σε μια τάση της εποχής. Σύμφωνα με αυτά, τους πρώτους εννέα μήνες του 2014 πωλήθηκαν περισσότερα από 800.000 βινύλια. Νούμερο αυξημένο σε σχέση με τα περυσινά 780.674 κομμάτια που άλλαξαν χέρια, αλλά και σημαντικά ενισχυμένο όταν το συγκρίνει κάποιος με τα αντίστοιχα δεδομένα των τελευταίων δύο δεκαετιών.

Οι πωλήσεις. Η στροφή των μουσικόφιλων προς τους δίσκους βινυλίου φαίνεται να έχει σταθερές βάσεις. Καταδεικνύεται από το γεγονός ότι ανάμεσα στα δέκα κορυφαία άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις, μόλις ένα, το ομώνυμο παρθενικό άλμπουμ των Royal Blood, βγήκε στα δισκοπωλεία μέσα στη χρονιά ενώ τα υπόλοιπα είναι διαχρονικές επιτυχίες. Οπως το «Definitely maybe» των Oasis που κυκλοφόρησε το 1994, δύο χρόνια προτού η αγορά των βινυλίων βρεθεί στο ζενίθ της με πωλήσεις 1.083.206 συλλογών τραγουδιών.

«Η άνοδος στη ζήτηση των βινυλίων μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι πλέον αντιμετωπίζεται ως ένα είδος φετίχ, ένα στοιχείο επιστροφής στο παρελθόν όταν οι Djs έκαναν σκρατς με πραγματικούς δίσκους και όχι σύγχρονα μηχανήματα που προσομοιάζουν με αυτό τον ήχο. Ή ακόμα και ως κομμάτι μιας περφόρμανς των μουσικών ή μιας μόδας» αναφέρει ο Νίκος Διονυσόπουλος, ηχολήπτης και επιμελητής μουσικών εκδόσεων. Οπως λέει, αυτή η «γλύκα» στον ήχο, στοιχείο που συχνά επικαλούνται οι συλλέκτες και τον κάνει ιδιαίτερο σε σχέση με τα CD, οφείλεται εξ ολοκλήρου στην κατασκευή του. «Από το πρωτότυπό του παράγει μαλακότερο ήχο γιατί του λείπουν συγκεκριμένες αρμονικές, όπως λέμε στην ηχοληψία» υπογραμμίζει. Ωστόσο, σπεύδει να κάνει διάκριση ανάμεσα στους παραδοσιακούς δίσκους με τον αναλογικό ήχο και στις σύγχρονες κόπιες που μεταφέρουν ψηφιοποιημένο ήχο. «Αν κάποιος κρίκος που παρεμβάλλεται στην παραγωγή του δίσκου είναι ψηφιοποιημένος, τότε αυτομάτως μιλάμε πια για ψηφιοποιημένο βινύλιο» τονίζει.

Αυτές τις διαφορές στον ήχο μπορούν  να διαπιστώσουν οι επισκέπτες στο 4ο παζάρι «Vinyl is back», υπό τις μελωδίες πιο σπάνιων αλλά και πιο σύγχρονων ηχογραφήσεων, οι λάτρεις του είδους θα μπορούν να αναζητήσουν τους δίσκους της αρεσκείας τους.  

Τους πρώτους εννέα μήνες του 2014 πωλήθηκαν περισσότερα από 800.000 βινύλια,  νούμερο αυξημένο σε σχέση με τα περυσινά 780.674 κομμάτια