Δεν αντέχει να τραγουδάει με φως ημέρας. Σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. Μετράει πολλά ντεσιμπέλ και χιλιόμετρα στις νυχτερινές πίστες και αποφάσισε να ντυθεί… αφηγητής στο εκκεντρικό μιούζικαλ «Rocky Horror Show» στο Rex – αφήνοντας τα γουναρικά για ένα απλό κοστούμι, σαν αυτό που έραψε στη ζωή του πέρα από τα φώτα.

Ας ξεκινήσουμε με αυτό: κάθε Κυριακή, μόνιμα, κάνει τη διαδρομή από την Ανω Βούλα ώς τη Νίκαια, την προσφυγική Κοκκινιά, για να γευτεί το φαγητό της μάνας του. Αυτή η γεύση τον κρατάει σε επαφή με τον «τόπο του», όπως λέει, τη Β’ Πειραιά, που είναι περήφανος γι’ αυτήν, όσα χιλιόμετρα κι αν έχει διανύσει στις πίστες νυχτερινών κέντρων.

Κάτι λέει αυτό για αρχή. Ο σταρ της νύχτας που έχει τολμήσει να φορέσει κολάν και φούστα, αλλά και παχιές γούνες, κάτω από τα φώτα του κέντρου και της δημοσιότητας, είναι δεμένος με την οικογένειά του, με το παλιό του σπίτι, την παλιά του γειτονιά που την έχει τραγουδήσει με τους Goin’ Through, με την οικογένειά του. Δεν είναι τυχαίο ότι η αδελφή του, Μαρία, είναι ο άνθρωπός του. Για όλα. Πάντα και παντού. Κάτι σαν μάνατζερ, αλλά με πολλή αγάπη.
Μιλάμε για τον ίδιο Γιώργο Μαζωνάκη που το όνομά του έχει εμπλακεί σε σκάνδαλα περί ουσιών, περί «ασέλγειας», περί, περί, περί… Ενας ρεμπέτης του 21ου αιώνα (με την αμφίσημη έννοια του όρου), με παπούτσια σαύρας και χύμα συμπεριφορά. Με πιστό κοινό, μόνιμη –εντυπωσιακά αδιάλειπτη –παρουσία στις πίστες, με εκκεντρικές εμφανίσεις, με φωτογραφίσεις σε εξώφυλλα περιοδικών που φιλοξενούν το διαφορετικό της σεξουαλικής επιθυμίας, που όμως δεν ζαλίζει, παρόλα αυτά, την κοινή γνώμη με μεγαλόφωνες ή προκλητικές δηλώσεις ή απόψεις.
Τολμηρός. Ας γυρίσουμε όμως αυτή την κασέτα από την αρχή, πριν να αρχίσει να «μασάει». Στα χρόνια που ο (γεννημένος στον Βόλο, κατά μία εκδοχή, το 1972) μικρός Γιώργος έπαιζε στην οδό Θηβών και μοίραζε αυτοσχέδια αυτόγραφα, από το δημοτικό ακόμη. Οταν έφηβος αποφάσισε να γίνει τραγουδιστής, διότι αυτό ήθελε. Απλά και ξάστερα. Εδώ ας προτιμήσουμε τη δική του γλαφυρή περιγραφή, που μας φέρνει πίσω στα 15 του και στη μακρινή συγγενή του, την ηθοποιό Νέλλη Γκίνη. «Κάποια στιγμή, κλέβω το τηλέφωνό της από την ατζέντα της μητέρας μου και της τηλεφωνώ. Της λέω “θέλω να γίνω τραγουδιστής”. Μου λέει, “μα εσύ δεν είσαι ο Γιώργος, της Κλειώς; Δεν είσαι πάρα πολύ μικρός;”. Της είπα ψέματα. Τότε μου λέει πως θα με στείλει σε μια δασκάλα φωνητικής, η οποία θα έκρινε αν κάνω για τραγουδιστής ή όχι. “Μα, θέλω να γίνω και ηθοποιός” της λέω. “Ασ’ το αυτό, πρώτα δες αν κάνεις για τραγουδιστής”. Ηθελα πρώτα να πάω στο ωδείο και μετά στα μαγαζιά. Σαν να έχω σπουδάσει κάτι».
Στα 22 – 23 τον έλουζαν ήδη τα φώτα της πίστας, με τους πρώτους του δίσκους, με τραγούδια όπως το «Μεσάνυχτα και κάτι» και «Μου λείπεις», να γίνονται πάραυτα χρυσοί, σε εποχές που η δισκογραφία μετρούσε νούμερα επιτυχίας και όχι απώλειες. Κάπου εκεί βρίσκεται και στην Αυστραλία για να περιοδεύσει την ξαφνική επιτυχία του, την οποία γεύεται μόνον στο χειροκρότημα, μένοντας κλεισμένος στο ξενοδοχείο για να παίζει τάβλι με φίλους μουσικούς.
Στα 26 του μία σύλληψη «για μισό τσιγάρο», όπως έχει πει πολλάκις ο ίδιος, του κολλάει τη ρετσινιά των ουσιών και έκτοτε οι φήμες προκαλούν μπουρίνια μέσα κι έξω από το καμαρίνι του. Η πολύκροτη υπόθεση Κορκολή με το γύρισμα του αιώνα και οι «αποκαλύψεις» τηλεοπτικών εκπομπών περί σχέσεων με ανηλίκους τον βάζουν σε λίστα φερόμενων ως κατηγορούμενων περί «ασέλγειας από κερδοσκοπία και κατ’ επάγγελμα», με γαργαλιστικά ποσά 100.000 έως 400.000 δραχμών (τότε) για μια βραδιά με «επαγγελματίες» του είδους να προσθέτουν πιπέρι στο «ροζ σκάνδαλο», στο οποίο κάποιοι ενέπλεξαν τον ίδιο, τον Δημήτρη Κόκοτα, τον σχεδιαστή Φιλήμονα και τον εφοπλιστή Γιάννη Μαυρή. Εναν χρόνο μετά, το 2001, ο Αιγύπτιος που τους είχε εμπλέξει ανακάλεσε, ενώ στο μεταξύ οι φερόμενοι ως κατηγορούμενοι είχαν ήδη υποβάλει μηνύσεις για «συκοφαντική δυσφήμηση» και είχαν αφεθεί αρχικά ελεύθεροι και απαλλαγεί εν κατακλείδι.
Εκείνα τα «ροζ σκάνδαλα» που του φόρτωναν ο Μαζωνάκης τα σάρκαζε στις πίστες από τις οποίες –είναι φαινόμενο αυτό –δεν έλειψε καμία σεζόν, χειμερινή ή θερινή. Ασταμάτητα. Οπως κάποτε ο Πάνος Γαβαλάς ή ο Στράτος Διονυσίου.
(Αυτο)σαρκασμός. Τις σάρκαζε, βάζοντας και αρκετές δόσεις αυτοσαρκασμού, όπως μόνον ένας παράξενος, σύγχρονος ρεμπέτης μπορεί. Τυλιγμένος σε γούνες, αλλά περιθωριακός, βαθιά μέσα του. Και με έναν τρόπο καινοτόμο. Στις πίστες πάντα. Με τη βοήθεια του φίλου του χορογράφου Κωνσταντίνου Ρήγου, που τον βοήθησε να επιβάλει την ιδέα της κεντρικής κυκλικής πίστας με το κοινό γύρω να αλαλάζει. Κάπου εκεί γυρίζει νέα σελίδα με νέο κοινό στην καριέρα του, αφήνοντας πίσω το ρυθμικό «Εδώ», με το «Θέλω να γυρίσω στα παλιά» και τους Goin’ Through. Σαρκάζοντας και τον συρφετό των «κυριών» πίστας με το σουξέ «Gucci φόρεμα» και φλερτάροντας, ως ο νέος λαϊκός πλην εκφυλισμένος ρεμπέτης, με την «άλλη όχθη». Εμφανιζόμενος σε σίριαλ, όπως τα «Υπέροχα πλάσματα» και το «Μίλα μου βρώμικα». Και βάζοντας την ένρινη φωνή του, με το γρέζι που της έφερε η φθορά από την «πολλή νύχτα», στο «Ξημερώνει πάλι» του Σταμάτη Κραουνάκη, για την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου».
Ο ντροπαλός κατ’ ουσίαν και κατά δήλωσή του τραγουδιστής πίστας ήξερε όμως να ακούει και να υπηρετεί συνθέτες αυτού του βεληνεκούς και σκηνοθεσίες όπως εκείνη του Κωνσταντίνου Ρήγου, που τον διάλεξε για αφηγητή στο εκκεντρικό μιούζικαλ «Rocky Horror Show». Και αυτό μη διαψεύδοντας, αλλά χειριζόμενος με τακτ και τσαμπουκά τα θέματα περί ομόφυλων σχέσεων σε μια κοινωνία που συντηρητικοποιείται.
Δίπλα του, πέρα από τη Μαρία, την αδελφή του, έχει πάντα το «μπουζούκι του», τον δεξιοτέχνη Θανάση Βασιλά, του κουαρτέτου μπουζουκιών Ραστ. Και δεν αποκλείεται κάποιος να τον συναντήσει, δίχως περιβολή σταρ, σε ένα περίπτερο της οδού Πειραιώς, όχι μακριά από τη φετινή πίστα του, το Teatro στις Τζιτζιφιές, όπου θα ξεδιπλώσει τις μαζωνάκειες αρετές του, δίπλα στη φίλη του Πάολα (κολλητός φέρεται να είναι και με τον σύζυγο και μάνατζέρ της Φώτη) και τον Παντελή Παντελίδη. Αλλωστε είναι κατά κάποιον τρόπο καταδικασμένος, όπως έχει πει: δεν μπορεί να τραγουδάει με το φως της μέρας. Νύχτα, λοιπόν…