Τι γίνεται όταν οι συνθήκες στις οποίες ζει κάποιος αλλάζουν απότομα και δραματικά; Πώς μπορεί να διαχειριστεί τις ριζικές αλλαγές και να βρει ξανά την ισορροπία του; Ο Βασίλης Δανέλλης δεν δίνει απαντήσεις. Προσπαθεί όμως με γλώσσα λιτή να τις ανιχνεύσει περιγράφοντας την πικρή ιστορία του ήρωά του στην Αθήνα της κρίσης, λέξη που όμως δεν αναφέρεται μέσα στο κείμενο. Τα ζητήματα που αγγίζει είναι διαχρονικά και πανανθρώπινα, οι πρωταγωνιστές του θα μπορούσαν να βρίσκονται σε παρόμοια θέση περιφερόμενοι στους δρόμους και ψάχνοντας στα σκουπίδια εξαιτίας κάποιας άλλης καταστροφής, όχι απαραίτητα οικονομικής.

Δημοσιογράφος που ζει στην Κωνσταντινούπολη, ιδρυτικό μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας), ο Βασίλης Δανέλλης έγινε γνωστός στο αναγνωστικό κοινό με αστυνομικά διηγήματα που δημοσιεύτηκαν σε συλλογικούς τόμους και με τη «Μαύρη μπίρα», αστυνομικό μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 2011, στις αρχές της κρίσης. Τα «Λιβάδια από ασφοδίλι» έχουν αρκετές ομοιότητες με τη «Μαύρη μπίρα». Οι ήρωές του είναι και πάλι αποσυνάγωγοι, μοιραίοι βαρναλικοί, και η ατμόσφαιρα νουάρ, όμως δεν υπάρχει αστυνομική πλοκή. Ο Παντελής, ο κεντρικός χαρακτήρας του, ένας κοινός εκπρόσωπος της μεσαίας τάξης με απλά όνειρα και μικρές φιλοδοξίες, θα καταλήξει στους δρόμους όταν όλα όσα έχει χτίσει γκρεμίζονται. Επειτα από μια διαδήλωση, το μικρό μαγαζί του στο κέντρο της πόλης καταστρέφεται ολοσχερώς, η γυναίκα του τον εγκαταλείπει μην αντέχοντας τη μιζέρια και η τράπεζα θα του πάρει το σπίτι. Ο Παντελής αγωνίζεται να ξαναστήσει την επιχείρησή του, κοιμάται στο αμάξι μέχρι να ορθοποδήσει, όλα όμως είναι μάταια. Ο συγγραφέας δεν αποκλείει την αυτοκτονία ως συνέπεια της απελπισίας –ο ήρωάς του αποπειράται τρεις φορές να αυτοκτονήσει -, προτιμάει όμως τη λύση που προσφέρει η άδολη αγάπη ενός παιδιού από τη Συρία. Γύρω του, σε έναν τόπο ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση, παρόμοιο με τους ομηρικούς ασφοδελούς λειμώνες, κυκλοφορούν και άλλοι νεόπτωχοι, άστεγοι και μετανάστες που, όπως γράφει ο Λορέντζος Μαβίλης στο ποίημά του «Λήθη», «κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται / διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι / πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται».