Οπως κατάφερε και να προκαλέσει παρεξηγήσεις για δύο λόγους: πρώτον, διότι επικράτησε η άποψη ότι πρόκειται για πολιτικό έργο. Και δεύτερον, επειδή οι θεατές «φοβούνταν» να γελάσουν και να δουν τα κωμικά στοιχεία της παράστασης. «Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Το έργο δεν είναι πολιτικό. Και ναι, μπορείτε να γελάσετε άφοβα» λέει.
Ο ΜακΝτόνα (σ.σ.: συγγραφέας του έργου) είναι πολύ άτιμος –και το λέω με όλη την τιμή που μπορεί να περιποιεί η λέξη -, πολύ παιχνιδιάρης. Διασκέδαζε που ο κόσμος το έβλεπε ως ένα σχόλιο για την Ελλάδα της κρίσης διότι αναφέρεται στην καταπίεση της εξουσίας. Δεν είναι πολιτικό, ούτε το ενδιαφέρει να είναι, όπως τουλάχιστον αντιλαμβανόμαστε σήμερα το πολιτικό, αν και θεωρώ ότι ο κάθε θεατής μπορεί να προσλάβει ένα έργο τέχνης με όποιο τρόπο θέλει. Δεν υπάρχει μόνο μια ανάγνωση.
Από την άλλη μεριά, με έναν τρόπο πιο αόριστο και λιγότερο αδρό, κάθε έργο τέχνης είναι πολιτικό, διότι δίνει μια εικόνα για τη ζωή. Και πάντα μια εικόνα για τη ζωή περιέχει μια θέση για τα πράγματα. Χαίρομαι που δεν είναι πολιτικό επειδή διασκεδάζω πολύ με τη φράση «το έργο μας είναι επίκαιρο».
Είναι κάτι που το έχω ακούσει για όλα τα έργα. Η αλήθεια είναι ότι τα σπουδαία έργα, είτε του κλασικού ρεπερτορίου είτε σύγχρονα, είναι πράγματι επίκαιρα, διότι έχουν τέτοιο μέγεθος που μπορεί να προσαρμοστεί η εκάστοτε πραγματικότητα στον χώρο και τον χρόνο μέσα τους και να καθρεφτίσει τον εαυτό της» σχολιάζει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης που εκτός των άλλων μετέφρασε το έργο και θεωρεί ότι «στο επίκεντρο βρίσκεται μια βαθύτατη τρυφερότητα, που σχετίζεται με το ότι στον πυρήνα του καθενός μας βρίσκεται ένα ανήλικο πρόσωπο».
Πάρα πολλοί θεατές θύμωναν με κάποιους που γελούσαν όταν έπρεπε. Αν το έργο δεν ήταν γραμμένο με αυτές τις ανάσες –την τρυφερότητα της παιδικής ηλικίας και το χιούμορ -, θα ήταν αφόρητο. Παίζει σε μια επικίνδυνη λεπτή ισορροπία. Στην Ελλάδα, όμως, πάσχουμε από ένα σύμπλεγμα που αναπτύχθηκε στη Μεταπολίτευση. Από παιδί είχα την αίσθηση ότι ένα μεγάλο κομμάτι της διανόησης και των καλλιτεχνών απεμπόλησε τη χαρά θεωρώντας πως οτιδήποτε έχει περιεχόμενο πρέπει να είναι σοβαρό. Ετσι όμως αφήνεις να λυμαίνεται την ελαφρότητα ο πραγματικά ελαφρύς σε όλους τους τομείς».
Αφού λοιπόν μπορεί σε απόσταση μόλις λίγων δεκάδων μέτρων –όσα χωρίζουν το θέατρο Αλίκη από το Αθηνών –να κάνει το κοινό να γελάει στη μία περίπτωση και να κλαίει με λυγμούς στην άλλη, μπορεί να ορίσει και ποια είναι τα χαρακτηριστικά μιας καλής παράστασης; «Αυτής που φεύγεις και έχεις μετακινηθεί λίγο από τη θέση σου, που επανέρχεται στο μυαλό σου ημέρες μετά».
INFO
– «Ο Πουπουλένιος» από τις 7 Οκτωβρίου στο θέατρο Αθηνών (Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου 10) με τους Κ. Μαρκουλάκη, Ν. Κουρή, Οδ. Παπασπηλιόπουλο, Γ. Πυρπασόπουλο.
– «Ντόλλυ, η προξενήτρα» στο Αλίκη (Αμερικής 4) μέσα στον Οκτώβριο με τους Χ. Χατζηπαναγιώτη, Β. Σταυροπούλου, Κ. Μπαλανίκα, Α.-Μ. Παπαχαραλάμπους κ.ά.