Η πορεία του Αντιρατσιστικού αποτελεί τρανή απόδειξη ότι οι καιροί αλλάζουν και στην πολιτική, μεταβάλλοντας και τις κομματικές προτεραιότητες. Ηταν λίγο μετά το Πάσχα του 2013 όταν ο Τάκης Μπαλτάκος τηλεφωνούσε οργίλος στο Μέγαρο Μάξιμου, διαμηνύοντας ότι το σχέδιο που είχε παραλάβει από τον Αντώνη Ρουπακιώτη «δεν περνάει». Δεν είχε καμία σημασία εάν ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης το κατήρτισε κατ’ εντολήν του Πρωθυπουργού, όπως επίσης το ότι τη βασική δουλειά είχε κάνει ο γαλάζιος υφυπουργός Κώστας Καραγκούνης, αντιγράφοντας μάλιστα σε αρκετές διατάξεις τη σχετική κοινοτική οδηγία.

Ο τότε γενικός γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου έπεισε μάλλον εύκολα τον Δημήτρη Σταμάτη και, τελικώς, τον Αντώνη Σαμαρά για την αναγκαιότητα να τορπιλιστεί η νομοθετική πρωτοβουλία γιατί θα ξεσήκωνε το συντηρητικό ακροατήριο. Εβαλε μπροστά την Εκκλησία, την αλλεργία των καθαρόαιμων Δεξιών στη συγκυβέρνηση με Βενιζέλο και Κουβέλη και γενικότερα σε καθετί κεντροαριστερό, ενώ διέγνωσε ακόμη και κινδύνους για δίωξη του ΚΚΕ και της Ρεπούση από τις διατάξεις περί γενοκτονίας.

Το μπλόκο Μπαλτάκου δρομολόγησε και τη ρήξη με τη ΔΗΜΑΡ, αλλά το ΠαΣοΚ δεν ξέχασε ποτέ το Αντιρατσιστικό –συνεπώς, η συγκυβέρνηση δεν ξεμπέρδεψε, όπως ήλπιζαν στο Μαξίμου, με το ζήτημα. Η νέα απόπειρα λίγους μήνες αργότερα συνοδεύθηκε από διαγκωνισμό προτάσεων από τα κόμματα στη Βουλή και όλα έδειχναν ότι μια συμφωνία θα ήταν ανέφικτη έως τις επόμενες εκλογές.

Τι άλλαξε, λοιπόν, και τέλη Αυγούστου η χώρα θα αποκτήσει νέο ποινικό πλαίσιο κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας; Κατ’ αρχάς οι εκλογές ήρθαν, έστω και αν ήταν ευρωεκλογές. Δεν άλλαξαν την κυβέρνηση αλλά το μείγμα της. Η νέα ισορροπία με τον Βενιζέλο δεν επηρεάζει μόνο τις κυβερνητικές θέσεις αλλά και τις νομοθετικές πρωτοβουλίες.

Δεύτερον, για το ΠαΣοΚ το αντιρατσιστικό δεν είναι ένα απλό νομοσχέδιο, αλλά μια πρωτοβουλία που αναδεικνύει τη φυσιογνωμία του, το ιδεολογικό του στίγμα, τη διαχρονική πορεία του, ίσως και την προοπτική του. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες παρεμβάσεις στη μνημονιακή εποχή που μπορούν ξεκάθαρα να συνδεθούν με το DNA του. Αυτό ίσως το είχε αντιληφθεί ο Μπαλτάκος όταν αναζητούσε το «DNA της Δεξιάς» σε δείγματα αιμοληψίας του Ηλία Κασιδιάρη.

Ενάμιση χρόνο μετά, με τον Μπαλτάκο να αναζητεί εκτός ΝΔ τα όρια του δεξιού χώρου και τους χρυσαυγίτες να γεμίζουν το βιβλίο επισκεπτηρίου στον Κορυδαλλό, ο Σαμαράς μπορεί άνετα να επενδύσει στον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό. Προσιδιάζει και στην εικόνα μιας κυβέρνησης που πυκνώνει τις επαφές στον άξονα Βρυξελλών – Βερολίνου, επιδιώκοντας διευθέτηση του χρέους. Επίσης, δεν έχει κανένα λόγο να επιτρέψει στον Τσίπρα να βρει ακροατήριο ως υπέρμαχος των κοινωνικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, η κυβέρνηση μπορεί να υποδεχθεί τις φθινοπωρινές μπόρες με τον Βενιζέλο κεφάτο. Υπό το πρίσμα αυτό, ακόμη και το σύμφωνο συμβίωσης μπορεί να επεκταθεί, έστω και αν καθυστερήσει.