στη μνήμη του Κώστα Κάρη

Οπως όλα δείχνουν, στο σκηνικό του φθινοπώρου, θα αναμετρηθούν δύο σενάρια για το μέλλον: η «μεταμνημονιακή κανονικότητα» της ΝΔ και η «προμνημονιακή νοσταλγία» του ΣΥΡΙΖΑ. Η «κανονικότητα» της ΝΔ είναι μια κατάσταση που προϋποθέτει τις διαλυμένες εργασιακές σχέσεις, τον κύκλο της ύφεσης, τον εφιάλτη της ανεργίας, καθώς και μια διαρκή έκπτωση των δημοκρατικών θεσμών. Η «νοσταλγία» του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια εκδοχή εικονικής αντίστασης, που «σκίζει Μνημόνια» και εφαρμοστικούς νόμους για να διαγράψει, με έναν μαγικό τρόπο, το «μεγαλύτερο μέρος» του χρέους.

Η πρώτη εκδοχή εκπροσωπεί το τυπικό μοντέλο του παλαιού «συμπονετικού φιλελευθερισμού»: η κοινωνική απελπισία θα απαλυνθεί με μια δήθεν γενναία επιβράβευση των θυσιών του ελληνικού λαού. Η δεύτερη εκδοχή εκπροσωπεί το τυπικό μοντέλο του «αριστερού εθνολαϊκισμού»: το «αντιστασιακό έθνος» θα γλιτώσει από τις ξένες εξαρτήσεις και τους «δανειστές» του με επανακρατικοποιήσεις, επαναπροσλήψεις, επαναφορές μισθολογίων κ.λπ. Και τα δύο σενάρια μοιάζουν να έχουν βγει από μια περίεργη «μηχανή του χρόνου», καθώς επενδύουν στη θυματοποίηση μιας κοινωνίας που μετεωρίζεται ανάμεσα στην αμφίβολη ελπίδα για έξοδο από την κρίση και στην τιμωρητική διάθεση για τα δεινά της κρίσης.

Ενόψει αυτής της αδιέξοδης πόλωσης του «μικρού δικομματισμού», η ενιαία έκφραση των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη πρόκληση αναδιάταξης του πολιτικού συστήματος. Οι πρόσφατες επιστολές του Φώτη Κουβέλη στα κόμματα της Κεντροαριστεράς αλλά και της Αριστεράς δημιούργησαν μια νέα κινητικότητα, που αποτυπώνει, σε πρώτη φάση, την ενεργό πρόθεση της ΔΗΜΑΡ να είναι καταλύτης των εξελίξεων στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο. Το βασικό ζητούμενο στον χώρο αυτό σήμερα είναι η αναζήτηση μιας νέας «ισχυρής Κεντροαριστεράς για την προοδευτική διακυβέρνηση» του τόπου∙ μιας Κεντροαριστεράς που θα εκφράζει την αλλαγή με σταθερότητα, ενώ παράλληλα θα επεξεργαστεί ένα ευρύ μεταρρυθμιστικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της χώρας, πέρα από τη συνταγή της Δεξιάς.

Με ποιους όρους όμως σήμερα μπορούμε να μιλάμε για προοδευτική διακυβέρνηση; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, καθώς γνωρίζουμε ότι όλες οι προηγούμενες απόπειρες ανασύνθεσης της Κεντροαριστεράς απέτυχαν, είτε γιατί παρέμειναν εγκλωβισμένες σε κινήσεις κορυφής είτε γιατί η εξάρτησή τους από ασφυκτικούς κομματικούς εναγκαλισμούς δεν οδήγησε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Κυρίως όμως απέτυχαν επειδή η «κοινωνική Κεντροαριστερά» απείχε από αυτές τις διαδικασίες. Από την άλλη μεριά, η αξιωματική αντιπολίτευση συνεχίζει να επιδεικνύει πρωτοφανή αδιαφορία για την αναζήτηση ώριμων και ρεαλιστικών συμμαχιών. Ο κ. Τσίπρας πιο εύκολα συναθροίζει τις αριστερές ψήφους αμφισβήτησης της παρούσας κυβερνητικής πλειοψηφίας με την απεχθή Χρυσή Αυγή, παρά ενδιαφέρεται για έναν προγραμματικό διάλογο με τον γειτονικό χώρο της Κεντροαριστεράς.

Το γεγονός δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Εδώ και καιρό, η αξιωματική αντιπολίτευση, βασική δεξαμενή της «ψήφου διαμαρτυρίας» στην περίοδο της κρίσης, παραμένει προσκολλημένη σε έναν πολωτικό «ανενδοτισμό», που ποντάρει στην εξουσία αλλά όχι στη διακυβέρνηση. Το παράδοξο αυτό σχήμα εξηγείται και λόγω των εγγενών αντιφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και λόγω μιας «ρετρό» αριστερής ριζοσπαστικότητας, που παραμένει εν τέλει ασύμβατη ή, έστω, αμφίσημη σε σχέση με το σύγχρονο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πρόσφατη συνάντηση με τη ΔΗΜΑΡ, η αντιπροσωπία του ΣΥΡΙΖΑ «τα μάσαγε» για το ευρώ και την ευρωζώνη. Είναι σαφές, ωστόσο, πως η Αριστερά, σε οποιαδήποτε εκδοχή της, σήμερα, δεν μπορεί να κυβερνήσει αν δεν συνομιλήσει με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και τις συμμαχίες της.

Απέναντι σε αυτή την ιδιάζουσα ελληνική εκδοχή της αριστερής αντιπολίτευσης, οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις της Ανανεωτικής Αριστεράς, της σοσιαλδημοκρατίας, της πολιτικής οικολογίας αλλά και του ριζοσπαστικού πραγματισμού οφείλουν σήμερα να σκεφτούν ξανά την αυτόνομη κοινή τους πορεία. Η δεξιά διακυβέρνηση δεν μπορεί να συνεχιστεί, στη βάση των ίδιων συντηρητικών πολιτικών. Αλλά και καμία αριστερή διακυβέρνηση δεν θα στεριώσει βάζοντας τον τόπο να χορέψει «αργεντίνικα τάνγκο». Σαράντα χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το στοίχημα της νέας Κεντροαριστεράς είναι να «κάψει τα σενάρια» ενός αναχρονιστικού δικομματισμού, που υπόσχεται ένα μέλλον βγαλμένο από το παρελθόν.

Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Είναι μέλος της ΕΕ της ΔΗΜΑΡ