Ηταν μόλις 46 ετών και είχε δημιουργήσει ήδη το προφίλ ενός ανθρώπου που μετέχει στα κοινά γιατί πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Ο γενικός γραμματέας Διοικητικής Μεταρρύθμισης έφυγε την περασμένη εβδομάδα, αφού για τρία χρόνια έδωσε μια μάχη που δεν θα μπορούσε να κερδίσει όπως κέρδιζε τα στοιχήματα που έβαζε στην επιστημονική και την πολιτική του δραστηριότητα.

Γιος νομικών –της Ελένης και του Θόδωρου Στεφάνου -, νομικός και ο ίδιος, άφησε το ίχνος του στα δημόσια πράγματα και στο ΠαΣοΚ χωρίς να επιδιώκει την προβολή. Μόνο λίγοι ήξεραν ότι είχε μεγαλύτερη συμμετοχή στις εξελίξεις από όση ο ίδιος επέτρεπε να κοινοποιηθεί. Για όσους τον ήξεραν πραγματικά ο τυπικός χαρακτηρισμός «δημόσιος λειτουργός» που του αποδόθηκε κατά κόρον αυτές τις ημέρες τον αδικεί. Ηταν κάτι πολύ περισσότερο: προτιμούσε να υπάρχει στον δημόσιο χώρο όχι ως απλός διαχειριστής αλλά ως μαχόμενο πολιτικό στέλεχος που ενδιαφέρεται για τις δυσκολίες και όχι για τις ευκολίες της πολιτικής.

Η εργασία του ως διευθύνοντος επιμελητή στο Ινστιτούτο για το Γερμανικό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο των Πολιτικών Κομμάτων στο Πανεπιστήμιο του Χάγκεν τον είχε εξοπλίσει με γερμανική επιμονή και οργανωτική κουλτούρα, η οποία αναδείχθηκε όχι μόνο στη θητεία του δίπλα σε έναν πρωθυπουργό και έναν υπουργό Εξωτερικών αλλά και στη σημαντική συμβολή που είχε στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό και την ένταξη της Κύπρου, καθώς με τις γνώσεις του για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Ηταν εξάλλου από τους λίγους που είχε σαφή αίσθηση για την ανάγκη να υπάρχει συγκροτημένη πολιτεία σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, και εργάστηκε γι’ αυτό.

Νέας κοπής. Στο πολιτικό περιβάλλον των Παπανδρέου, ο Δημήτρης Στεφάνου ανήκε από την εποχή που η μητέρα του, καθηγήτρια και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου, ορίσθηκε εξωκοινοβουλευτική υφυπουργός στο υπουργείο Παιδείας με υπουργό τον Γ. Παπανδρέου. Αλλά στο πλευρό του μετέπειτα πρωθυπουργού ο ίδιος δραστηριοποιήθηκε το 1999 στο υπουργείο Εξωτερικών.

Ανήκε σε μια νέα φουρνιά συνεργατών του Γ. Παπανδρέου –σε αυτούς περιλαμβάνεται επίσης η Μαριλένα Κοπά –τους οποίους προώθησαν ο Χάρης Παμπούκης και ο Νίκος Κοτζιάς με πραγματικό σκοπό να αντικαταστήσουν στο επιτελείο του υπουργού Εξωτερικών όσους τον είχαν ακολουθήσει από το υπουργείο Παιδείας. Ο Παύλος Γερουλάνος και ο Σταύρος Λαμπρινίδης συμπλήρωναν το επιτελείο του ανερχόμενου τότε υπουργού Εξωτερικών.

Στον Παμπούκη –που έγινε επίσης μέντοράς του για ένα διάστημα –τον υπέδειξε ο Δημήτρης Τσάτσος, του οποίου υπήρξε πνευματικό τέκνο, και συνηγόρησε ο Γιώργος Παπαδημητρίου που είχε δουλέψει μαζί του στο νομικό γραφείο του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη. Ο Δημήτρης βρήκε ιδανικό περιβάλλον για να δραστηριοποιηθεί και να δείξει τις γνώσεις του στην Υπηρεσία Ανάπτυξης και Σχεδιασμού του υπουργείου Εξωτερικών, από την εποχή που δεν είχε περάσει ακόμη στη διεύθυνση του Αλεξ Ρόντου. Αν ήταν διπλωμάτης, που αποτελούσε τυπική προϋπόθεση, θα εξελισσόταν σε επικεφαλής της ΥΑΣ.

Αλλά ο Στεφάνου δεν ήταν μόνο ένας επιστημονικός συνεργάτης στο υπουργείο. Από το καλοκαίρι του 1999 στο γραφείο του Χάρη Παμπούκη στην οδό Βασ. Σοφίας εγκαταστάθηκε μια μυστική ομάδα που συνεδρίαζε κάθε Τέταρτη και αξιολογούσε την κατάσταση για λογαριασμό του Γ. Παπανδρέου: οι μόνιμοι «συνωμότες» ήταν ο Θανάσης Τσούρας, ο Παύλος Γερουλάνος, η Ρεγγίνα Βάρτζελη. Ενόψει του έκτακτου συνεδρίου του ΠαΣοΚ το 2001, στην ομάδα προσετέθη και ο Στεφάνου και παρ’ ότι το προφίλ του στην αρχή δεν ταίριαζε –καθώς δεν είχε αναμειχθεί στο παρελθόν σε παρόμοιες δραστηριότητες –σύντομα έγινε απαραίτητος.

Μεθοδικός. Η επιμέλεια με την οποία οργάνωνε την παρουσία του σε αυτές τις συσκέψεις έκαναν τον Γ. Παπανδρέου, όταν έγινε πρόεδρος του ΠαΣοΚ το 2004, να του αναθέσει την υποστήριξη των συνεδριάσεων του Πολιτικού Συμβουλίου, που τότε ήταν τακτικές και συχνά δύσκολες, με τον Βαγγέλη Βενιζέλο σε ρόλο εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Ο,τι μπήκε στην ατζέντα των συζητήσεων τα επόμενα χρόνια είχε την υπογραφή και την προετοιμασία του Δημήτρη Στεφάνου που εγκαταστάθηκε σε ένα γραφείο στη Χαρ. Τρικούπη δίπλα στον Ηρακλή Πολεμαρχάκη, ο οποίος αργότερα αποχώρησε απογοητευμένος. Στον ίδιο όροφο είχε εγκαταστήσει την ομάδα του ο Γιάννης Ρουμπάτης που συμβούλευε ώς το 2007 τότε στα επικοινωνιακά τον Γ. Παπανδρέου. Οταν το ΠαΣοΚ μετακόμισε στην Ιπποκράτους, ο Δημήτρης ήταν πολιτικό στέλεχος πρώτης γραμμής και πολύ κοντά στον πρόεδρό του.

Ανθρωπος ευγενής, με αίσθηση χιούμορ, κάποτε επίμονος, αλλά πάντα με χαμηλό προφίλ και στωική αντιμετώπιση των πραγμάτων σε πολλές περιπτώσεις, δούλευε πολύ σκληρά και με αυταπάρνηση, συχνά εις βάρος της υγείας του. Οταν άρχισαν να εμφανίζονται το 2010 τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας που τελικά τον κατέβαλε, έκανε κάποιες εξετάσεις αλλά δεν ανιχνεύτηκε ο καρκίνος και συνέχισε απερίσπαστος. Οταν αργότερα οι γιατροί εντόπισαν το πρόβλημα, ήταν μάλλον αργά. Αλλά αυτό δεν το αποθάρρυνε ούτε ανέκοψε τη δραστηριότητά του.

Το 2011 είχε πλέον αίσθηση της κατάστασής του, αλλά αυτό, αντί να τον απογοητεύει, τον έκανε συχνά ορμητικό και ζητούσε διαρκώς να προχωρήσουν τα πράγματα γρήγορα. Οταν κάποτε ο Ραγκούσης τού συνέστησε να νιώσει τους ρυθμούς του, απάντησε: «Βιάζομαι. Η σχέση μου με τον χρόνο είναι πλέον διαφορετική». Μόλις δυο 24ωρα προτού φύγει ήταν παρών σε κυβερνητικές συσκέψεις με τους φακέλους και τη συνήθη προετοιμασία του. Ο Ραγκούσης έλεγε πάντα ότι «αν είχαμε άλλα δέκα στελέχη σαν τον Δημήτρη Στεφάνου, η ελληνική Διοίκηση θα είχε πάει τριάντα χρόνια μπροστά».

Μετά την εκλογική νίκη του 2009 επρόκειτο να οριστεί υφυπουργός αλλά ο Παπανδρέου τον κράτησε στα μετόπισθεν για να τον χρησιμοποιήσει αργότερα και τον όρισε γραμματέα του Γιάννη Ραγκούση, με τον οποίο έγιναν αχώριστοι. Καθώς ο Στεφάνου είχε αρνηθεί να παραλάβει αυτοκίνητο και οδηγό, για ένα διάστημα ανεβοκατέβαιναν στον Χολαργό με το Γκολφ του υπουργού και ανέπτυξαν προσωπική σχέση, που επεκτάθηκε σε οικογενειακή. Τότε οι σχέσεις του με τον Παμπούκη ατόνησαν.

Ο Ραγκούσης και ο Στεφάνου δούλεψαν δίπλα δίπλα εντατικά για τον «Καλλικράτη», τη «Διαύγεια» και τον νόμο για την ιθαγένεια, αλλά περισσότερο δούλεψαν για δύο νομοσχέδια που δεν πήγαν ποτέ στη Βουλή: τον εκλογικό νόμο και τον νόμο για το πολιτικό χρήμα. Οι αναβολές απογοήτευσαν τον Δημήτρη αλλά δεν διέρρηξε τις σχέσεις του με τον Πρωθυπουργό και συνέχισε να ελπίζει ότι η δουλειά που είχε κάνει θα νομοθετηθεί. Προσπάθησε άλλωστε στη συνέχεια με τον Αντώνη Μανιτάκη και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος ως υπουργός που συναιρέθηκε μαζί του στην τελευταία φάση της ζωής τον θαύμασε για την αντοχή και τη μεθοδικότητά του.