Στη μεταπολεμική Κωνσταντινούπολη ένας αμερικανός καπνέμπορος καλείται να βοηθήσει έναν ρουμάνο δραπέτη που αντιπροσωπεύει όλα όσα είχε πολεμήσει τα προηγούμενα χρόνια

«Η πρώτη απόπειρα χρειάστηκε να ματαιωθεί. Πήρε μέρες ολόκληρες να κανονιστεί η βάρκα και το κρησφύγετο, κι έπειτα, λίγες μόλις ώρες πριν από την παραλαβή, άνεμος σηκώθηκε, ένας ποϊράζ, λυσσομανώντας από τα βορειοανατολικά και σαρώνοντας τα νερά της Μαύρης Θάλασσας… Από την προκυμαία ο Λίον με δυσκολία διέκρινε την ασιατική όχθη –σειρές αχνά φώτα κρυμμένα πίσω απ’ το παραπέτασμα της νεροποντής. Ποιος θα το ριψοκινδύνευε;».

Κωνσταντινούπολη, 1945. Ο Λίον Μπάουερ είναι ο κεντρικός ήρωας στο έκτο και τελευταίο κατασκοπικό θρίλερ του Τζόζεφ Κάνον με τον τίτλο «Σκιές στο Βόσπορο». Ο βραβευμένος αμερικανός συγγραφέας, που έγινε γνωστός με τα μυθιστορήματα «Λος Αλαμος» και «Καλός Γερμανός» –γυρίστηκε και ταινία με τον Τζορτζ Κλούνι και την Κέιτ Μπλάνσετ –τοποθετεί και πάλι τη δράση του την εποχή που τελειώνει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και αρχίζει ο Ψυχρός. Στα μπαρ των πολυτελών ξενοδοχείων της Πόλης συνωστίζονται επιχειρηματίες και κατάσκοποι, Αμερικανοί, Ρώσοι, Γερμανοί και Ιάπωνες. Οι πάντες υφαίνουν ιστούς, ο ένας παρακολουθεί τον άλλο και η Εμνιγιέτ, όπως λέγονταν οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, τους παρακολουθεί όλους.

Επίσημα, ο Λίον είναι καπνέμπορος, ταυτόχρονα όμως δουλεύει για τον Τόμι Κινγκ, υπάλληλο του αμερικανικού προξενείου και της Υπηρεσίας Πληροφοριών Πολέμου, προπομπού της CIA. Η Αννα, η γερμανοεβραία σύζυγός του, εργαζόταν για τη Μοσάντ ελ Αλιγιά Μπετ, ισραηλινή υπηρεσία που μετέφερε εβραίους πρόσφυγες στην Παλαιστίνη. Μέχρι την ημέρα που ένα σαπιοκάραβο γεμάτο Εβραίους βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου. Η Αννα κατάφερε να σώσει μερικούς, όταν όμως είδε παιδιά να πνίγονται το νευρικό της σύστημα κατέρρευσε και από τότε, βουβή και κατατονική, νοσηλεύεται στην κλινική του δρ Ομπστμπάουμ. Ο Τόμι ετοιμάζεται να επιστρέψει στην Αμερική και του αναθέτει μια τελευταία, φαινομενικά απλή αποστολή. Ο Λίον πρέπει να παραλάβει τον Αλεξέι, ένα ρουμάνο δραπέτη και να τον κρύψει με ασφάλεια μέχρι να τον βάλουν στο αεροπλάνο για την Ουάσιγκτον.

Ο Αλεξέι φθάνει στο Μπεμπέκ με μια ψαρόβαρκα, ο Λίον τον περιμένει μαζίτον Μιχάι, ένα ρουμανοεβραίο παλαιό συνεργάτη και φίλο της Αννας. Τα πράγματα όμως στραβώνουν. Κάποιος τους πυροβολεί, ο Λίον και ο Μιχάι καταφέρνουν να ξεφύγουν ανταποδίδοντας τους πυροβολισμούς. Και το χειρότερο. Στο πρόσωπο του Αλεξέι ο Μιχάι αναγνωρίζει τον Τζιάνου, έναν αδίστακτο «χασάπη» μέλος της φασιστικής Σιδηράς Φρουράς της Ρουμανίας, υπόλογο για τη σφαγή διακοσίων χιλιάδων Εβραίων στο Στραουλέστι. Την επομένη, ο Λίον μαθαίνει έκπληκτος ότι ο νεκρός που άφησαν πίσω τους στην προκυμαία ήταν ο Τόμι. Με το εύρημα αυτό, ο Κάνον μάς εισάγει σε ένα σκοτεινό κόσμο όπου τα κίνητρα των εμπλεκομένων μπορεί να είναι τόσο άθλια όσο και οι ερειπωμένες γειτονιές που τους περιβάλλουν.

Οι πάντες αναζητούν τον Τζιάνου. Ο Λίον όμως αρνείται να γίνει δικαστής ή εκτελεστής του Αλεξέι. Πιστός, σε έναν κώδικα τιμής αμφιβόλου ηθικής, αποφασίζει να τον βγάλει από τη χώρα. Ετσι, αρχίζει να βυθίζεται σε ένα λαβύρινθο μηχανορραφιών, προδοσίας και ηθικής αβεβαιότητας. Ο Κάνον γράφει για τον ίδιο ρευστό, ηθικά διφορούμενο κόσμο που περιγράφει και ο Τζον Λε Καρέ στα δικά του μυθιστορήματα.

Το βιβλίο είναι γερά αγκυροβολημένο στις ακτές του Βοσπόρου. Ο Κάνον γνωρίζει καλά την ιστορία της Πόλης και την ξετυλίγει σαν υφάδι ανάμεσα στην πλοκή του έργου. Και όπως πριν από αυτόν οι βρετανοί Ερικ Αμπλερ («Ταξίδι στο φόβο») και Γκράχαμ Γκριν («Οριεν Εξπρές»), εμπνέεται από τα τζαμιά και τα παζάρια, τις κουτσουπιές, τα βυζαντινά σοκάκια, την Ιστικλάλ Κάντεσι, το Πέραν, το Τζίχανγκιρ, το Σκούταρι, την Αγια-Σοφιά. Την Κωνσταντινούπολη που «ονειρευόταν τον εαυτό της να είναι πάντοτε καλοκαιρινός –γυναίκες να πίνουν σερμπέτι σε περίπτερα κήπων, καΐκια να πλέουν», μια Πόλη που «διένυε χειμώνες τρέμοντας, κουκουλωμένη δίπλα στο μαγκάλι και ξαφνιασμένη πάντοτε που είχε πέσει κρύο».

Μερικές φορές, ο τρόπος που κλιμακώνεται η δράση όπως και ο ελλειπτικός λόγος του συγγραφέα προκαλούν σύγχυση, η πλοκή όμως δεν παύει ούτε μια στιγμή να είναι συναρπαστική. Οπως ακριβώς και ο Τζον Λε Καρέ, ο Κάνον παρατείνει κάποιες σκηνές, παρεμβάλλει επίσης ρομαντικά διαλείμματα με τον Λίον να ελπίζει απελπισμένα στην αποκατάσταση της Αννας, να επισκέπτεται μια αρμένισσα πόρνη, να ερωτεύεται την γυναίκα του αμερικανού πρέσβη. Και, τελικά, όπως πρώτος έδειξε ο μεγάλος μετρ του ηθικά αμφιλεγόμενου κατασκοπικού μυθιστορήματος, Ερικ Αμπλερ, βάζει τον Λίον να συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει τον έλεγχο της κατάστασης και να αναρωτηθεί: «Πώς μπορείς να κάνεις το σωστό όταν έχεις μόνο κακές επιλογές;».