«Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε παλιά, που έμπαινα σε ένα βιβλιοπωλείο και ήξερα όλους τους συγγραφείς, σήμερα μπαίνοντας πάλι σ’ ένα βιβλιοπωλείο κινδυνεύω να ξέρω πάρα πολύ λίγους. Και το χειρότερο: να μ’ ενδιαφέρουν πολύ λίγοι. Αυτό που γίνεται σήμερα, να βρίσκονται τα «ευπώλητα» βιβλία των κυριών ανάκατα με τα άλλα, τα «σοβαρά» βιβλία της λογοτεχνίας, είναι αδιανόητο. Δεν λέω να μην υπάρχουν τα ελαφρά βιβλία, έχουν κι ένα κοινό. Καλύτερα να διαβάζουν αυτά παρά την «Espresso». Και η πληθώρα των εκδόσεων δεν είναι βέβαια μόνο ελληνικό φαινόμενο, συμβαίνει παντού. Διότι οι συγγραφείς είναι πια υπεράριθμοι, όπως οι λαθρομετανάστες. Η διαφορά είναι ότι αυτούς δεν μπορούμε να τους κλείσουμε σε γκέτο».
Eτσι απαντά ο Μένης Κουμανταρέας στην ερώτηση αν παρακολουθεί ακόμη τις καινούργιες κυκλοφορίες στα βιβλιοπωλεία. Αλλά αφού τελειώνει έτσι αυτή την απάντηση, δεν είναι δύσκολο κανείς να τον ρωτήσει πώς βλέπει αυτά τα «γκέτο» των μεταναστών και την κρατική πολιτική για τη μετανάστευση, πώς επίσης βλέπει, ως κάτοικος Κυψέλης, τη ζωή όπως έχει εξελιχθεί στην πόλη τις τελευταίες δεκαετίες μετά την είσοδο των μεταναστών. Πολύ περισσότερο που μόλις επανεκδόθηκε από τον Κέδρο το βιβλίο του «Σεραφείμ και Χερουβείμ» με εικόνες γνωστών ζωγράφων, το οποίο περιγράφει μια άλλη Αθήνα, αυτή του ’50: «Το έχω ξαναπεί. Το κύριο καλό της μετανάστευσης είναι η διάδοση της ελληνικής γλώσσας. Αυτό το θεωρώ αγαθό πολύτιμο διότι τα προηγούμενα χρόνια, ιδίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η ελληνική γλώσσα ήταν φυλακισμένη εντός των συνόρων. Από ‘κεί και πέρα η κρατική πολιτική απέναντι στη μετανάστευση ποτέ δεν μπόρεσε να αποδώσει. Είναι ταυτόχρονα αμήχανη και άδικη. Ενώ η πολιτική της Χρυσής Δύσης, όπως την ονομάζω εγώ, είναι απολύτως αποτελεσματική. Τους σκοτώνουν, τους τσακίζουν στο ξύλο και έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους…».
Ο Μένης Κουμανταρέας επανέρχεται έναν χρόνο μετά το «Θάνατος στο Βαλπαραΐζο» με νέο μυθιστόρημα (τον Οκτώβριο) και δύο επανεκδόσεις. Ηδη κυκλοφόρησε από τον Κέδρο η επανέκδοση της συλλογής διηγημάτων «Σεραφείμ και Χερουβείμ». «Ξαναχτυπήθηκε το βιβλίο από την αρχή και αυτή τη φορά η έκδοση περιλαμβάνει δέκα σχέδια ζωγράφων» λέει ο συγγραφέας στο «Βιβλιοδρόμιο». «Ζωγράφων όπως ο Φασιανός, ο Ψυχοπαίδης, ο Σακαγιάν, ο Μπότσογλου μέχρι νεότερους όπως ο ταλαντούχος Απόστολος Χατζαράς ή η Αντιγόνη Πασίδη, που τυγχάνει ανιψιά μου αλλά η παρουσία της στο βιβλίο δεν είναι λόγω συγγένειας. Το εξώφυλλο το διάλεξα εγώ και είναι από πίνακα του νέου ζωγράφου Αχιλλέα Ραζή. Κάποιοι που το διάβασαν ήδη μου λένε ότι είναι σαν να γράφτηκε χθες, παρ’ όλο που γράφτηκε το ’80 και μιλάει για το ’50. Πρόκειται για δέκα ιστορίες από την εφηβική μου ζωή στο πατρικό μου της οδού Χέυδεν στην Πλατεία Βικτωρίας. Ολα τα πρόσωπα που αναφέρονται εκεί ήταν υπαρκτά. Φυσικά η δόση της μυθοπλασίας είναι ισχυρή, όπως σε όλα μου τα βιβλία, ώστε να αντιμετωπίσω τον κίνδυνο ενός βιβλίου – ντοκουμέντου. Η πρωτοβουλία είναι της εκδότριας του Κέδρου Κάτιας Λεμπέση. Το βιβλίο αυτό δεν έκανε θεαματικές πωλήσεις στο παρελθόν αλλά είχε ένα φανατικό μικρό κοινό. Είναι μια αφορμή να δουν οι νέοι άνθρωποι πώς ήταν η Αθήνα τότε. Οπωσδήποτε, πάντως, δεν είναι βιβλίο νοσταλγικό, όπως τα βιβλία που γράφουν κάποιοι αθηναιογράφοι. Είναι ρεαλιστικό και παρουσιάζει την αστική τάξη όπως ήταν τότε, πριν χάσει τη λάμψη της. Παραδόξως, τα «Σεραφείμ» θύμωσαν τότε τη μητέρα μου. Ο τρόπος που την έδειχνα να μαλώνει τις υπηρέτριες με αυταρχικό τρόπο την πείραξε. Αλλά δεν ίδρωνε το αφτί μου. Ποτέ δεν υπολόγισα τη λογοκρισία της οικογένειας ή της κοινωνίας –το πολύ να υπολόγιζα έναν πολύ κοντινό μου άνθρωπο. Είχα, εξάλλου, πάρει το μάθημά μου, είχα θωρακιστεί με τη δικαστική δίωξή μου επί δικτατορίας για το «Αρμένισμα»».
Ηταν η εποχή που οι λογοτέχνες είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους να μη γράφουν και κυρίως να μη δημοσιεύουν τίποτα ως πράξη αντίδρασης στη λογοκρισία των συνταγματαρχών.
«Ο Ρένος Αποστολίδης είχε όμως τη φαεινή ιδέα να δημοσιεύσει διάφορα διηγήματα στις εφημερίδες σπάζοντας τη δική μας σιωπή. Φαίνεται ότι ένα από τα διηγήματα αυτά ενόχλησε πρώτα την ίδια την εφημερίδα που το δημοσίευε. Μετά μπήκε στη μέση μια χριστιανική οργάνωση, δεν θέλει και πολύ, διάφοροι χουνταίοι και κάθησα στο σκαμνί. Τρεις συνεχείς δίκες. Στην πρώτη καταδικάστηκα. Γιατί έγραψα υποτίθεται κάτι άσεμνο που παρέσυρε τη νεολαία σε ακολασία. Στο δεύτερο εφετείο ήρθαν μάρτυρες υπεράσπισης η μισή Αθήνα: ο Μινωτής, ο Μπαστιάς, ο Τερζάκης, ο Αλκης Θρύλος. Την κυρία Ουράνη (Αλκη Θρύλο) είχε αναλάβει να την ειδοποιήσει ένας φίλος μου. Εκείνη έπαιζε χαρτιά και του λέει: «Μια στιγμή παιδί μου γιατί βγαίνω!»».
Μία άλλη σημαντική επανέκδοση είναι της μετάφρασης που είχε κάνει ο Μένης Κουμανταρέας –δεινός μεταφραστής της αγγλόφωνης λογοτεχνίας –στην «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» του Λούις Κάρολ, που είχε κυκλοφορήσει παλιά από τις Εκδόσεις Ερμείας και τώρα βγαίνει από τον Πατάκη, με νέα εικονογράφηση του ολλανδού καλλιτέχνη Πατ Αντρέα.
Που όμως, άμα δεν με ξέρει κανείς, δεν το καταλαβαίνει. Το έχω δουλέψει τέσσερα χρόνια, θα μπορούσε να είναι αφιερωμένο στη Λιλή, τη γυναίκα μου, αλλά δεν υπάρχει λόγος για αφιέρωση ακριβώς επειδή ένα μεγάλο μέρος του είναι γι’ αυτήν. Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Ο αφηγητής δεν έχει όνομα. Και τα υπαρκτά πρόσωπα είναι με άλλα ονόματα. Πρόκειται για βιβλίο ρεαλιστικό, όπως όλα μου σχεδόν, αλλά επιτρέπω στον εαυτό μου πότε πότε κάποιοι από τους ήρωες να είναι πεθαμένοι και να εμφανίζονται ως φαντάσματα, και άλλοι να πετάνε, να ίπτανται. Χώρος δράσης είναι η Αθήνα αλλά χωρίς τοπωνύμια. Ηθελα να μιλήσω και για την αρρώστια της Λιλής αλλά και για τους δικούς μου εγκλεισμούς στο νοσοκομείο τα τελευταία χρόνια. Αρχισα να το γράφω όταν αρρώστησε και το συνέχισα μετά τον θάνατό της, πριν από τέσσερα χρόνια».